Ο πόνος είναι μια δυσάρεστη αισθητική και συναισθηματική εμπειρία που σχετίζεται με ή μοιάζει να σχετίζεται με ενεργή ή πιθανή ιστική βλάβη (Παγκόσμιο Ινστιτούτο Μελέτης του Πόνου, IASP, 2020).

O πόνος είναι μια προσωπική εμπειρία, η δε προηγούμενη εμπειρία (μνήμη πόνου) καθώς και το ατομικό χαρακτηριολογικό προφίλ παίζουν καθοριστικό ρόλο γι’αυτό και θα πρέπει να είναι σεβαστή η αναφορά κάθε ατόμου που πονάει.

Η αδυναμία ορισμένων ατόμων να εκφραστoύν (βρέφη, ΜΕΘ, άννοια κ.ά.) δεν σημαίνει ότι δεν πονάνε.

ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΠΟΝΟΥ

Τον διακρίνουμε σε οξύ ο οποίος είναι και ευεργετικός για το άτομο διότι το προειδοποιιεί πότε να αποφύγει την παραπέρα έκθεσή του στο βλαπτικό ερέθισμα και σε χρόνιο (> 3 μήνες) ο οποίος επηρεάζει σημαντικά την ποιότητα ζωής του.

Η συχνότητα του χρόνιου πόνου παγκόσμια είναι 20,4% (δηλαδή 1 στα 5 άτομα έχουν χρόνιο πόνο). Είναι συχνότερος στις γυναίκες (21,7%), στα άτομα άνω των 65 ετών (30,8%), στα άτομα που ζουν σε δομές και στην περιφέρεια (Στατιστική Υπ. ΗΠΑ, 2019).

Το 70% των ασθενών με καρκίνο αναφέρουν πόνο ανάλογα πάντα με την εντόπιση και το στάδιο της νόσου (64% προχωρημένος καρκίνος, 55% υπό θεραπεία, 33% μετά την θεραπεία) στο δε 1/3 ο πόνος είναι μεσαίος ή σοβαρός.

Παρά την εξέλιξη των θεραπειών ο χρόνιος καρκινικός πόνος δεν ελέγχεται ικανοποιητικά

Υπάρχουν διάφορα διαγνωστικά εργαλεία για την διάγνωση και μέτρηση του πόνου πέραν της λήψης καλού ιστορικού και διεξοδικής κλινικής εξέτασης

Τα κυριότερα είναι:

α. η αριθμητική κλίμακα (0 → 10)

β. η οπτική αναλογική κλίμακα (προσαρμογή της και για παιδιατρική χρήση)

γ. η κλίμακα εκτίμησης πόνου σε άννοια

δ. η κλίμακα συμπεριφοράς πόνου

ε. το DN4 & Pain Detect για την εκτίμηση του νευροπαθητικού πόνου κ.ά.

Σημαντική είναι η τήρηση Ημερολογίου Πόνου από τους ασθενείς ή τους φροντιστές που θα διευκολύνει τον γιατρό της Παρηγορικής Φροντίδας στην διάγνωση και αντιμετώπισή του.

Πολύπλοκες εξετάσεις όπως ενδεικτικά είναι η Μαγνητική Τομογραφία, η Αξονική Τομογραφία, το Μυογράφημα, τα Προκλητά Δυναμικά κ.ά. δεν μετρούν άμεσα τον πόνο.

Οι κύριοι τύποι πόνου είναι:

α. ο αλγαισθητικός: τυπικά είναι το αποτέλεσμα ενός ιστικού τραυματισμού

β. ο φλεγμονώδης: αποτέλεσμα ανώμαλης απάντησης του ανοσοποιητικού συστήματος

γ. ο νευροπαθητικός: προκύπτει μετά από βλάβη ή νόσο του σωματοαισθητικού συστήματος και χαρακτηρίζεται από ποικιλλία θετικών (υπεραισθησία) ή αρνητικών (υπαισθησία) συμπτωμάτων

δ. ο δυσπροσαρμοστικός: στην κατηγορία αυτή ανήκουν διάφορα σύνδρομα χρόνιου πόνου όπως η ινομυαλγία, ο πόνος ευερέθιστου εντέρου, η διάμεση κυστίτιδα κ.ά. Οι δε μηχανισμοί του είναι υπό έρευνα

ε. ο μικτός: συνύπαρξη αλγαισθητικού και νευροπαθητικού πόνου.

Ο πόνος των ογκολογικών ασθενών

Ο πόνος των ογκολογικών ασθενών είναι κυρίως μικτός ο δε πόνος των επιζησάντων του καρκίνου είναι κυρίως νευροπαθητικός. Κύριες αιτίες είναι η ίδια η νόσος και η επέκτασή της, το προηγηθέν χειρουργείο και οι διάφορες θεραπείες (Ακτινοθεραπεία, Χημειοθεραπεία, Ανοσοθεραπεία).

Χαρακτηριστικό σύνδρομο νευροπαθητικού πόνου του ογκολογικού ασθενούς ε΄ναι η περιφερική νευροπάθεια μετά Χειμοθεραπείας. Χαρακτηρίζεται από συμμετρική αμφιτερόπλευρη παραισθησία, υπαισθησία, υπεραλγησία, καύσο, δυσανεξία στο θερμό – ψυχρό καθώς και αδυναμία εκτέλεσης λεπτών κινήσεων στα άνω ή κάτω άκρα τύπου κάλτσα – γάντι.
Κυρίως ευθύνονται οι ταξάνες, η πλατίνα, η βινακριστίνη και φάρμακα του πολλαπλού μυελώματος).

Οι θεράποντες γιατροί θα πρέπει να έχουν λάβει την στοιχειώδη εκπαίδευση για την αντιμετώπιση του χρόνιου πόνου κυρίως του ογκολογικού ασθενούς και για να είναι σε θέση να ακολουθήσουν τις οδηγίες του Αλγολόγου γιατρού της Παρηγορικής Φροντίδας.
Η εκπαίδευση σχετικά με τον πόνο θα πρέπει να ξεκινάει αν είναι δυνατόν από το προπτυχιακό επίπεδο και να συνεχίζεται στην εκάστοτε εξειδίκευση τους μιας και ο πόνος θεωρείται πλέον ένα από τα ζωτικά σημεία.

Ο μεσαίος σοβαρός πόνος πρέπει να αντιμετωπίζεται από τον Αλγολόγο γιατρό της Παρηγορικής Φροντίδας. Απαραίτητη είναι η συνεργασία μεταξύ των ειδικοτήτων και ο αλληλοσεβασμός. Η αντιμετώπιση του πόνου θα είναι πιο επιτυχημένη όταν ο ασθενής και η οικογένειά του αποτελούν μέρος της ευρύτερης ομάδας φροντίδας.

Ο ασθενής ή οι φροντιστές θα πρέπει επομένως να αναφέρουν ένα χρονικό του πόνου (ημέρα – εβδομάδα), να περιγράψουν τα χαρακτηριστικά του π.χ. ο νευροπαθητικός πόνος εκδηλώνεται με υπεραλγησία και αλλοδυνία, την βελτίωση ή μη μετά από μαι αναλγητική θεραπεία, το φάρμακα που λαμβάνουν για πιθανές συνοσηρότητες. Επίσης πρέπει να περιγράφουν τις επιπτώσεις που έχει ο πόνος στην καθημερινότητά τους καθώς και την ψυχολογία τους.

Θεραπείες για την αντιμετώπιση του πόνου είναι:

α. φαρμακευτική αγωγή με πρωταγωνιστές τα οπιοειδή αναλγητικά. Άλλοι αναλγητικοί παράγονοντες είναι η παρακεταμόλη, τα μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη, ορισμένα αντικαταθλιπτικά και αντισπασμωδικά φάρμακα με κύριους εκπροσώπους την γκαμπαπεντίνη και την πρεγκαμπαλίνη

β. παρεμβατικές τεχνικές όπως η νευρόλυση, οι περιφερικοί και κεντρικοί αποκλεισμοί, η τοποθέτηση επισκληριδίου καθετήρα και η χορήγηση αναλγητικού μέσω αυτού, οι ραδιοσυχνότητες κ.ά.

γ. ψυχολογική υποστήριξη – κοινωνική βοήθεια

δ. συμπληρωματικές θεραπείες. Στην κατηγορία αυτή ανήκουν ο βελονισμός, τα ΤΕΝS, το σιάτσου, η ρεφλεξολογία, οι θεραπείες αντιπερισπασμού, η βιοανάδραση, η φυσιοθεραπεία κ.ά.

Η οπιοφοβία είναι ένας σημαντικός παράγοντας μη αντιμετώπισης του χρόνιου πόνου κυρίως του καρκινικού. Τα οπιοειδή έχει αποδειχθεί ότι δεν προκαλούν εθισμό και εξάρτηση στους καρκινοπαθείς ασθενείς. Προσοχή χρειάζεται όμως στην μείωση των δόσεων διότι δυνατόν να εμφανίσουν σύνδρομο στέρησης. Οι ασθενείς με χρόνιο μη καρκινικό πόνο δυνατόν να αναπτύξουν εθισμό γι’αυτό και η χορήγηση οπιοειδών πρέπει να γίνεται προσεκτικά και υπό συνεχή έλεγχο.

Οι ασθενείς με χρόνιο πόνο, κυρίως καρκινικό, θα πρέπει να υπερασπίζονται το δικαίωμά τους να μην πονάνε και να απαιτούν από τον θεράποντα την αντιμετώπιση του βασανιστικού αυτού συμπτώματος. Στο πλάνο φορντίδας τους θα πρέπει από την αρχή της διάγνωσης της νόσου να περιλαμβάνεται η ενημέρωσή τους και η αντιμετώπιση του πόνου και των λοιπών συμπτωμάτων από την ασθένεια και την θεραπεία της καθώς και η αντιμετώπιση του τέλους (<6 μήνες ζωής).

Η φιλοσοφία αυτή δυστυχώς δεν υπάρχει στην χώρα μας γι’αυτό θα πρέπει να ασκηθεί πίεση τόσο από τους πάσχοντες όσο και από τις επιστημονικές εταιρείες, τους συλλόγους ασθενών κ.ά. προς τους υπεύθυνους διαμόρφωσης των προγραμμάτων υγείας.