Οι λευχαιμίες είναι από τις πιο συχνές μορφές κακοήθων νόσων στα παιδιά και τους νεαρούς ενήλικες. Πρόκειται για μια ετερογενή ομάδα νεοπλασματικών ασθενειών του αίματος, που χαρακτηρίζεται από τον ανεξέλεγκτο πολλαπλασιασμό ανώριμων ή αδιαφοροποίητων κυττάρων του μυελού των οστών.

Οποιοδήποτε προγονικό κύτταρο του μυελού των οστών μπορεί να εξαλλαγεί σε λευχαιμικό. Τα λευχαιμικά κύτταρα, οι βλάστες, δεν ωριμάζουν φυσιολογικά, δεν έχουν συγκεκριμένη λειτουργία, πολλαπλασιάζονται ταχέως και εμποδίζουν την ανάπτυξη των φυσιολογικών αιμοποιητικών κυττάρων.

Από τον μυελό των οστών, περνάνε στο περιφερικό αίμα, αλλά και σε άλλα σημεία του σώματος, όπως στους λεμφαδένες, το ήπαρ, το σπλήνα, το δέρμα και το κεντρικό νευρικό σύστημα.

  1. Οξείες λεμφοβλαστικές λευχαιμίες: αποτελούν την πλειονότητα των περιπτώσεων στα παιδιά και στους νεαρούς ενήλικες.
  2. Οξείες μυελογενείς λευχαιμίες: αποτελούν το υπόλοιπο των οξειών λευχαιμιών.
  3. Χρόνια μυελογενής λευχαιμία; πολύ σπάνια διαγιγνώσκεται στις νεαρές ηλικίες.

Η εμφάνιση των λευχαιμιών, πιθανά, οφείλεται σε μια πολυσύνθετη αιτιολογική  κατάσταση στην οποία συμβάλλουν γενετικοί και περιβαλλοντικοί παράγοντες.

Παιδιά με συγκεκριμένα κληρονομικά σύνδρομα, όπως το σύνδρομο Down, η αναιμία Fanconi, το σύνδρομο Wiscott – Aldrich, έχουν περισσότερες πιθανότητες να εμφανίσουν λευχαιμία.

Η έκθεση σε ακτινοβολία και η ανοσοκαταστολή αποτελούν, επίσης, προδιαθεσικούς παράγοντες λευχαιμογένεσης.

Συνήθως, παρατηρείται αλλαγή της διάθεσης και της γενικής κατάστασης, με κούραση, δυσκολία στο περπάτημα, πόνο στα οστά και στις αρθρώσεις.

Μπορεί να παρατηρηθεί πυρετός, βήχας, διόγκωση των λεμφαδένων, διόγκωση της κοιλιάς, ωχρότητα λόγω αναιμίας ή εκχυμώσεις και αιμορραγίες λόγω χαμηλών αιμοπεταλίων.

 

Η διαγνωστική διερεύνηση τεκμηριώνει την ύπαρξη της λευχαιμίας και προσδιορίζει τα χαρακτηριστικά της. Επιπλέον, αξιολογεί τις επιπλοκές που, ήδη, η ασθένεια έχει προκαλέσει, ώστε να δοθεί η αναγκαία υποστηρικτική θεραπεία.

Κρίνονται απαραίτητα:

  1. Κλινική εξέταση
  2. Εργαστηριακός έλεγχος
  3. Μυελόγραμμα και οστεομυελική βιοψία
  4. Ανοσοφαινότυπος περιφερικού αίματος και μυελού των οστών
  5. Κυτταρογενετικός έλεγχος (καρυότυπος, φθορίζων, in situ υβριδισμός –FISH)
  6. Οσφυονωτιαία παρακέντηση.
  7. Απεικονιστικός έλεγχος.

Η θεραπεία έχει σαν στόχο την εξάλειψη των λευχαιμικών κυττάρων από τον οργανισμό του ασθενούς, τη διατήρηση της κατάστασης ύφεσης που θα επιτευχθεί και την παροχή υποστηρικτικής αγωγής  έναντι των επιπλοκών της νόσου.

Τα εντατικοποιημένα χημειοθεραπευτικά πρωτόκολλα αποτελούν τη βάση της θεραπευτικής στρατηγικής σε συνδυασμό με την ακτινοθεραπεία , όπου χρειάζεται.

Η αλλογενής μεταμόσχευση μυελού των οστών εδραιώνει την επιτευχθείσα ύφεση της νόσου και βάζει τα θεμέλια της ίασης.

Τα τελευταία χρόνια, νέα φάρμακα έρχονται να προστεθούν στο θεραπευτικό οπλοστάσιο. Η στόχευση και επιδιόρθωση συγκεκριμένων μοριακών βλαβών, η χρήση ειδικά σχεδιασμένων μονοκλωνικών αντισωμάτων και η εφαρμογή της πρωτοποριακής ανοσοκυτταρικής θεραπείας, δίνουν ελπίδες να επιτυγχάνεται ίαση ακόμα και σε περιπτώσεις ασθενών, όπου άλλες θεραπείες έχουν αποτύχει.