Το παχύ έντερο αποτελεί το τελικό τμήμα του πεπτικού σωλήνα από το οποίο σχηματίζονται και αποβάλλονται από τον οργανισμό τα κόπρανα. Όλα τα τμήματα του παχέος εντέρου (τυφλό, ανιόν, εγκάρσιο, κατιόν, σιγμοειδές) βρίσκονται μέσα στην κοιλιά εκτός από το ορθό το οποίο καταλήγει στον πρωκτό και βρίσκεται σε πολύ στενή ανατομική σχέση με τα υπόλοιπα πυελικά όργανα καθώς και τους μύες του πυελικού εδάφους.

O καρκίνος του παχέος εντέρου, στον Δυτικό κόσμο αποτελεί τον 3ο σε συχνότητα καρκίνο σε γυναίκες και άνδρες. Στην Ευρώπη 1 στους 20 άνδρες και 1 στις 35 γυναίκες θα αναπτύξουν καρκίνο του παχέος εντέρου κάποια στιγμή στη ζωή τους. Καταγράφονται περίπου 300.000 νέα περιστατικά ετησίως στην Ευρώπη και περίπου 1.000.000 νέα περιστατικά παγκοσμίως. Είναι ενδιαφέρον ότι ενώ έχει παρατηρηθεί συνολική ελάττωση της συχνότητάς του στον γενικό πληθυσμό κατά 35% τα τελευταία 30 έτη, στην ηλικιακή ομάδα 20-49 ετών παρατηρείται συνεχής αύξηση.

Ο καρκίνος αναπτύσσεται στην εσώτερη στοιβάδα του τοιχώματος του παχέος εντέρου και σταδιακά μπορεί να καταλαμβάνει μέρος ή ολόκληρο το πάχος του εντερικού τοιχώματος. Καρκινικά κύτταρα μπορούν εξέρχονται από το τοίχωμα μέσα από λεμφικά ή αιμοφόρα αγγεία και να επηρεάζουν λεμφαδένες της περιοχής ή να εγκαθίστανται σε απομακρυσμένα όργανα με κυριότερο το ήπαρ (μεταστάσεις).

Οι καρκίνοι στο παχύ έντερο αναπτύσσονται σε έδαφος αδενωματωδών πολυπόδων που τα κύτταρά τους μετατρέπονται σε καρκινικά. Η διαδικασία αυτή χρειάζεται μερικά χρόνια για να ολοκληρωθεί.  Αρχικά σχηματίζονται στον φυσιολογικό εντερικό βλεννογόνο πολύποδες οι οποίοι εξελίσσονται σταδιακά σε δυσπλαστικούς πολύποδες (προκαρκινωματώδεις) και εξελίσσονται σε καρκίνο (αδενοκαρκίνωμα). Η αφαίρεση των πολυπόδων μπορεί να αποτρέψει την εμφάνιση καρκίνου του παχέος εντέρου.

 

 

Η αιτία της δημιουργίας πολυπόδων και η μετατροπή τους σε καρκίνο είναι στους περισσότερους ανθρώπους (περίπου 90%) ο τρόπος διατροφής και ζωής. Η παχυσαρκία και η έλλειψη φυσικής άσκησης, η αυξημένη κατανάλωση κόκκινου κρέατος και ελαττωμένη κατανάλωση φυτικών ινών, φρούτων και λαχανικών έχουν συνδεθεί με την εμφάνιση καρκίνου του παχέος εντέρου. Ακόμη το κάπνισμα και το αλκοόλ έχουν ενοχοποιηθεί. Η τακτική άσκηση, ο έλεγχος του σωματικού βάρους και διατροφή πλούσια σε φυτικές ίνες θεωρούνται απαραίτητα μέτρα πρόληψης του καρκίνου του παχέος εντέρου. Επιπλέον η καθημερινή λήψη μικρής δόσης ασπιρίνης, ιδιαίτερα από άτομα 50-59 ετών, θεωρείται ότι επιβραδύνει την εμφάνιση πολυπόδων και εξέλιξή τους σε καρκίνο.

Σε λιγότερους ανθρώπους ο καρκίνος του παχέος εντέρου οφείλεται σε γονιδιακές μεταλλάξεις που μεταβιβάζονται στα άτομα από τους γονείς τους, με αποτέλεσμα αυξημένη προδιάθεση εκδήλωσης καρκίνου ακόμη και σε νεαρή ηλικία. Σε όσο μικρότερη ηλικία εμφανίζεται ο καρκίνος, τόσο αυξάνει η πιθανότητα να είναι κληρονομικός. Επί υποψίας κληρονομικού καρκίνου, πρέπει να παραπέμπεται ο ασθενής για γενετικό έλεγχο.

Επιπλέον, άτομα πάσχοντα από φλεγμονώδη νόσο του εντέρου, ιδιαίτερα ελκώδη κολίτιδα, έχουν αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου του παχέος εντέρου και ως εκ τούτου πρέπει να υποβάλλονται σε τακτικό ενδοσκοπικό έλεγχο.

Ο ενδοσκοπικός έλεγχος (κολονοσκόπηση) σε ασυμπτωματικούς ασθενείς αποτελεί το πολυτιμότερο μέσο πρόληψης του καρκίνου του παχέος εντέρου καθώς δίνει τη δυνατότητα να αφαιρούνται τυχόν πολύποδες που ανευρίσκονται. Συστήνεται να αρχίζει στα 50 έτη και να συνεχίζεται ανά 5ετία ή τακτικότερα αναλόγως των ευρημάτων. Εάν υπάρχει όμως ιστορικό συγγενών που είχαν διαγνωστεί με καρκίνο παχέος εντέρου σε νεαρή ηλικία τότε ο ενδοσκοπικός προληπτικός έλεγχος πρέπει να αρχίζει αντίστοιχα νωρίς.

Άλλα μέσα προσυμπτωματικού προληπτικού ελέγχου είναι τεστ ανίχνευσης αιμοσφαιρίνης στα κόπρανα καθώς και τεστ ανίχνευσης γενετικού υλικού καρκινικών κυττάρων που αποπίπτουν στα κόπρανα. Αυτά συστήνεται να γίνονται ανά 1-2 έτη αρχίζοντας από τα 50 έτη. Επί θετικού αποτελέσματος είναι απαραίτητο να γίνεται κολονοσκόπηση. Εναλλακτική εξέταση για την απεικόνιση του αυλού του εντέρου είναι η αξονική κολογραφία. Η τεχνική έχει υψηλό ποσοστό διαγνωστικής ακρίβειας αλλά στερείται της δυνατότητας λήψης βιοψιών και αφαίρεσης πολυπόδων.

Καρκίνοι που αναπτύσσονται στο δεξιό τμήμα του παχέος εντέρου (τυφλό, ανιόν κόλον) συνήθως εκδηλώνονται με λανθάνουσα απώλεια αίματος στα κόπρανα που οδηγεί σταδιακά σε αναιμία (αδυναμία, ωχρότητα). Οι καρκίνοι του αριστερού τμήματος του παχέος εντέρου και του τελικού τμήματός του (ορθό) συνήθως εκδηλώνονται με εμφανές αίμα στα κόπρανα, διαταραχές των κενώσεων ή άλγος κατά την αφόδευση. Επί εμφάνισης τέτοιων συμπτωμάτων πρέπει να αναζητείται άμεσα ιατρική συμβουλή. Ιδιαίτερα η αιμορραγία από το ορθό μπορεί λανθασμένα να αποδοθεί σε αιμορροϊδες που είναι πολύ κοινή όσος και να καθυστερήσει η διάγνωση του καρκίνου.

 

Η εξέταση εκλογής για τη διερεύνηση ύποπτων συμπτωμάτων του παχέος εντέρου είναι η κολονοσκόπηση. Πλεονεκτεί έναντι όλων των άλλων μεθόδων διότι παρέχει τη δυνατότητα λήψης βιοψιών παρέχοντας υλικό για ιστολογική διάγνωση. Επί διαγνώσεως καρκίνου παχέος εντέρου, ο ασθενής πρέπει να υποβληθεί σε απεικονιστικές εξετάσεις (αξονική τομογραφία, μαγνητική τομογραφία) ώστε να καθοριστεί ακριβώς η έκταση της νόσου (στάδιο).

 

 

Η σταδιοποίηση γίνεται με το σύστημα ταξινόμησης Τ (μέγεθος όγκου), Ν (ύπαρξη διηθημένων λεμφαδένων) και Μ (ύπαρξη ή μη μετάστασης σε άλλα όργανα ). Με βάση αυτά τα δεδομένα διακρίνονται στάδια 0-ΙV, που το καθένα του έχει επιμέρους υποστάδια.

 

Στάδιο 0

Όταν ο καρκίνος περιορίζεται στον βλεννογόνο του εντέρου (εσώτερη στιβάδα)

Στάδιο Ι

Όταν ο καρκίνος φθάνει σε βάθος διήθησης έως και τον μυϊκό χιτώνα του εντέρου.

Στάδιο ΙΙ

Ο καρκίνος διασπά τον μυϊκό χιτώνα και φτάνει στον ορογόνο χιτώνα (όλο το πάχος του τοιχώματος) ή και διηθεί γειτονικά όργανα.

Στάδιο ΙΙΙ

Ο καρκίνος ανεξαρτήτως βάθους διήθησης του εντερικού τοιχώματος έχει δώσει λεμφαδενικές μεταστάσεις .

Στάδιο ΙV

Μεταστάσεις σε απομακρυσμένα όργανα (συνήθως ήπαρ, πνεύμονες).

Η θεραπεία εξαρτάται  από το στάδιο της νόσου κατά τη διάγνωση.  Στα πρώιμα στάδια είναι πρωτίστως χειρουργική. Η επέμβαση ονομάζεται κολεκτομή και συνίσταται στην εκτομή του πάσχοντος τμήματος του εντέρου μαζί με τους αγγειακούς κλάδους του και τους λεμφαδένες της περιοχής. Στόχος της χειρουργικής στον καρκίνο του ορθού, πέραν της ριζικής εκτομής, πρέπει να είναι η διατήρηση της ουρογεννητικής λειτουργικότητας και η μείωση της ανάγκης δημιουργίας στομίας («παρά φύσιν έδρα»). H επέμβαση μπορεί να γίνει με τον κλασικό τρόπο ή λαπαροσκοπικά.

Σε προχωρημένα στάδια συνήθως προηγείται η χημειοθεραπεία ή η ακτινοθεραπεία (ειδικά στον καρκίνο του ορθού) και έπεται η χειρουργική εξαίρεση του όγκου.

Η χειρουργική εκτομή ηπατικών ή πνευμονικών μεταστάσεων από καρκίνο του παχέος εντέρου, εφόσον πληρούνται ορισμένες προϋποθέσεις, μπορεί να επιμηκύνει την επιβίωση των ασθενών.

Η παρακολούθηση των ασθενών μετά από κολεκτομή για καρκίνο του παχέος εντέρου περιλαμβάνει επανεξέταση και έλεγχο στο αίμα του καρκινοεμβρυϊκού αντιγόνου (CEA) ανά εξάμηνο, αξονική τομογραφία κοιλίας και κολονοσκόπηση ένα έτος μετά την επέμβαση.

 

Εξαρτάται από το στάδιο της νόσου:

 

Στάδιο 0: πενταετή επιβίωση 100% των ασθενών.

Στάδιο Ι: πενταετής επιβίωση 87% – 92% των ασθενών.

Στάδιο ΙΙ: πενταετής επιβίωση 49% – 87% των ασθενών.

Στάδιο ΙΙΙ: πενταετής επιβίωση 53% – 89% των ασθενών.

Στάδιο ΙV: πενταετής επιβίωση 11%-12% των ασθενών.

 

Η υποτροπή μετά από την αρχική αντιμετώπιση μπορεί να είναι τοπική ή απομακρυσμένη. Το ποσοστό υποτροπής μετά από ριζική επέμβαση δεν πρέπει να ξεπερνά το 5% -10%. Σε μη ριζικές επεμβάσεις ή όταν έχει γίνει διάτρηση του όγκου το ποσοστό υποτροπής είναι πολύ μεγαλύτερο. Η υποτροπή της νόσου σε ποσοστό πάνω από 80% των ασθενών εκδηλώνεται τα 2 πρώτα έτη μετά το χειρουργείο και ως εκ τούτου η μετεγχειρητική παρακολούθηση κατά το διάστημα αυτό πρέπει να είναι τακτική. Η αντιμετώπιση εξαρτάται από τη θέση της υποτροπής, την έκτασή της, τη γενική κατάσταση του ασθενούς και γίνεται με συνδυασμό θεραπειών περιλαμβανομένης της χειρουργικής επέμβασης σε επιλεγμένους ασθενείς.