
Η χειρουργική αποτελεί βασική θεραπεία στην αντιμετώπιση των καρκίνων συμπαγών οργάνων ( όχι αιματολογικών κακοηθειών).
Πριν την εφαρμογή της γενικής αναισθησίας οι δυνατότητες επεμβάσεων στις κοιλότητες του σώματος ήταν ελάχιστες και αφορούσαν κυρίως απομάκρυνση ξένων αντικειμένων απο το σώμα ( συνήθως μετά από μάχες ή συμπλοκές).
Σε καρκίνους επιφανειακών οργάνων εντυπωσιάζει η τεχνική, π.χ. των Βυζαντινών, οι οποίοι εκτελούσαν την μαστεκτομή με τρόπο παρόμοιο με αυτόν που ακολουθούμε και σήμερα.
Η έλλειψη αναισθησίας ήταν το μεγάλο εμπόδιο που ξεπεράστηκε στα μέσα του 19ου αιώνα. Το δεύτερο μεγάλο εμπόδιο της χειρουργικής θεραπείας που ήταν ο μεγάλος αριθμός μετεγχειρητικών φλεμονών, υποχώρησε με την τήρηση κανόνων ασηψίας και τη χρήση των αντιβιοτικών στον 20ο αιώνα.
Μετά από μία περίοδο άνθησης της μεγάλης χειρουργικής, όπου η αντιμετώπιση του καρκίνου γινόταν με μεγάλης έκτασης επεμβάσεις οι οποίες συχνά οδηγούσαν σε ακρωτηριασμούς οργάνων και σε επιβάρυνση της λειτουργικότητας του σώματος, τις τελευταίες δεκαετίες παρατηρείται μία συνεχής μείωση των τραυμάτων που προκαλούν οι εγχειρήσεις και σταδιακά ευρύτερη χρήση μεθόδων που έχουν πολύ μικρότερη επίδραση στην λειτουργικότητα του σώματος και απαιτούν μικρότερης διάρκεια νοσηλεία. Αυτή η σμίκρυνση της χειρουργικής δεν οδήγησε σε χειρότερα αποτελέσματα, όπως έδειξαν οι σχετικές μελέτες, και στην αποτελεσματικότητα των άλλων θεραπευτικών μεθόδων.
Η χειρουργική θεραπεία εξακολουθεί στις ημέρες μας να παραμένει η βασική μέθοδος για τη θεραπεία των περισσότερων μορφών κακοηθειών.
Η χειρουργική θεραπεία αφαιρεί τον όγκο μαζί με ένα κομμάτι υγιούς ιστού γύρω απ’ αυτόν, αφαιρεί λεμφαδένες που μπορεί να είναι διηθημένοι και συναφαιρεί μέρος ή όργανα στα οποία μπορεί να έχει επεκταθεί η νόσος.
Ο σχεδιασμός της χειρουργικής επέμβασης προϋποθέτει: α) γνώση του είδους (ιστολογική) και της τοπικής επέκτασης του όγκου καθώς κατάστασης των γειτονικών περιοχικών λεμφαδένων β) της γενικής κατάστασης των προς χειρουργείο ασθενών γ) της επιλογής αν είναι καλύτερα να χορηγηθεί προηγουμένων κάποια άλλη θεραπεία ( χήμειο ή ορμονοθεραπεία) δ) της ύπαρξης ή μη μεταστάσεων και ε) σε συγκεκριμένες περιπτώσεις διερεύνηση των δυνατοτήτων των ασθενών να ανταπεξέλθουν στην αναγκαία μετεγχειρητική φροντίδα.
Τέλος, ο χειρουργός οφείλει να παρουσιάσει στον κάθε ασθενή τις τυχόν υπάρχουσες εναλλακτικές επιλογές επέμβασεων (αν υπάρχουν) και ποια είναι τα αποτελέσματα τους και οι επιπλοκές. Σε καμιά περίπτωση δεν συνιστάται να προχωρήσει ο χειρουργός σε επέμβαση χωρίς την έγγραφη συγκαταθέση των πλήρως ενημερωμένων ασθενών.
Ο καλός σχεδιασμός περιλαμβάνει τον υπολογισμό της απώλειας αίματος που αναμένεται στο χειρουργείο και η φροντίδα εξασφάλισης διαθέσιμων φιαλών αίματος κατάλληλων για τον /την ασθενή κατά τη διάρκεια και μετά το χειρουργείο.
Αν η επέμβαση είναι βαρεία ή/και ο προς εγχείρηση ασθενής δεν είναι σε καλή γενική κατάσταση θα πρέπει να υπάρχει πρόνοια διαθέσιμης κλίνης σε Μονάδα Εντατικής Θεραπείας, κάτι που μπορεί να καθυστερήσεις λίγο τον χρόνο διεξαγωγής της επέμβασης.
Βασικός παράγοντας επιτυχίας κάθε εγχείρησης είναι να γνωρίζει ο θεράπων γιατρός αν ο/η ασθενής εμφανίζει και άλλα προβλήματα υγείας, πέρα από αυτό για το οποίο πρέπει να χειρουργηθεί (συνοσηρότητα). Αυτό είναι χρήσιμο, γιατί αφενός μεν αυτά – αν υπάρχουν- μπορούν να διορθωθούν με τις κατάλληλες παρεμβάσεις πριν από την επέμβαση και αφετέρου επιτρέπει στον αναισθησιολόγο που θα χορηγήσει την αναισθησία να λάβει τις κατάλληλες προφυλάξεις, ώστε η εγχείρηση να εξελιχθεί ομαλά. Ένα παράδειγμα: μία ασθενής που πρόκειται να υποβληθεί σε εγχείρηση στο στήθος της και παράλληλα εμφανίζει μία βαλβιοδοπάθεια, αν αυτό δεν είναι γνωστό στους θεράποντες γιατρούς μπορεί επειδή η επέμβαση θεωρείται άσηπτη να μην της χορηγήσουν αντιβίωση, η οποία όμως είναι απαραίτητη λόγω του καρδιακού προβλήματος της .
Επομένως, η προεγχειρητική αξιολόγηση περιλαμβάνει την διερεύνηση του ιστορικού υγείας και τον έλεγχο της φυσικής κατάστασης τψν ασθενών, με στόχο την καταλληλότερη προετοιμασία του και την ασφαλέστερη διεξαγωγή της επέμβασης.
Υπεύθυνοι για τον καλό προεγχειρητικό έλεγχο είναι ο χειρουργός και ο αναισθησιολόγος.
Ο αναισθησιολόγος που θα αξιολογήσει πιο αναλυτικά και με στοχευμένη επιμέλεια την κατάσταση υγείας του ασθενούς πριν από την επέμβαση, όταν πρόκειται να χορηγηθεί γενική ή περιοχική αναισθησία ή άλλης μορφής καταστολή των αισθήσεων που απαιτεί την παρουσία του εξειδικευμένου αυτού γιατρού.
Συχνά στην αξιολόγηση των ασθενών εμπλέκονται και άλλοι γιατροί, από άλλες ειδικότητες, όπως ο πνευμονολόγος ή ο καρδιολόγος ή ο ενδοκρινολόγος, με αποστολή να διερευνήσουν κάποιο πρόβλημα υγείας του ασθενούς το οποίο άπτεται της ειδικότητας τους και να προτείνουν την κατάλληλη γι΄αυτό θεραπεία.
Τέλος, για να εκτιμηθεί η κατάσταση υγείας των ασθενών χρειάζεται να υπάρχουν κάποιες εργαστηριακές και απεικονιστικές εξετάσεις ( π.χ. ακτινογραφία θώρακος, εξετάσεις αίματος), στην προεγχειρητική αξιολόγηση συμμετέχουν οι εργαστηριακοί γιατροί και οι ακτινολόγοι.
Γενικά, θα πρέπει όλοι να γνωρίζουν ότι η σύγχρονη και ασφαλής ιατρική πρακτική απαιτεί τη σωστή συνεργασία ομάδας εξειδικευμένων γιατρών και άλλων επιστημόνων διαφορετικών ειδικοτήτων. Σε τελική, όμως, περίπτωση την ευθύνη για το είδος των εξετάσεων και την καλή προετοιμασία έχουν ο θεράπων χειρουργός και ο αναισθησιολόγος.
Οι παρακλινικές εξετάσεις πριν από το χειρουργείο, πέρα απ’ αυτές που είναι απαραίτητες για τη σταδιοποίηση καθορίζονται από τους θεράποντες για κάθε ξεχωριστή περίπτωση.
Οι νέοι ενήλικες δεν έχουν συχνά σοβαρή συνοσηρότητα και έτσι μπορούν ευκολότερα να ανταπεξέλθουν του χειρουργικού στρες.
Εκτός από τις εξειδικευμένες συστάσεις των θεραπόντων, αν ο προς χειρουργείο ασθενής είναι καπνιστής, καλό είναι στο διάστημα της αναμονής από τη διάγνωση ώς την ημέρα του χειρουργείου να διακόψει την ανθυγιεινή συνήθεια. Η διακοπή του καπνίσματος βοηθά στη διαδικασία της αναισθησίας, αλλά και στη καλύτερη επούλωση του τραύματος.
Αν ο καπνιστής δεν διακόψει, τουλάχιστον οφέλιμο είναι να αποφύγει το κάπνισμα από την παραμονή της επέμβασης.
Την ίδια ευκαιρία προσφέρει η προγραμματισθείσα επέμβαση για να μειωθεί ή να μηδενιστεί η κατανάλωση οινοπνευματωδών ποτών.
Το προηγούμενο της επέμβασης βράδυ το δείπνο είναι πολύ ελαφρύ και απαγορεύεται να πιείτε υγρά ώρες πριν την επέμβαση.
Αν για την επέμβαση χρειάζεται ειδική προετοιμασία ( π.χ. καθαριότητα εντέρου, εισπνοές Ο2 και βρογχοδιασταλτικών), αυτή την επιμελούνται οι νοσηλευτές της κλινικής σύμφωνα με τις οδηγίε ςπου έχουν λάβει.
Η χορήγηση ενός ηρεμιστικόυ βοηθά στην χαλάρωση και στον καλό ύπνο.
Αν υπάρχει πιθανότητα να είστε φορέας μολυσματικής νόσου ( π.χ. ηπατίτιδας, HIV ) συγκατατεθείτε στον σχετικό έλεγχο πριν από την είσοδο στην κλινική ήστο χειρουργείο και ακολουθήστε πιστά τις ιατρικές οδηγίες.
Το ίδιο αναγκαίος είναι και ο έλεγχος για τον SARS-CoV-2 με μοριακή μέθοδο -PCR.
Πριν ξεκινήσει οποιαδήποτε διαδικασία για τη χορήγηση αναισθησίας ο αναισθησιολόγος ή η ειδικευμένη νοσηλεύτρια επιβεβαιώνει την ταυτότητα του ασθενούς και ελέγχει αν έχει υπογραφεί η ειδική συγκατάθεση με την οποία ο ασθενής αποδέχεται να υποβληθεί σε αναισθησία, όντας πλήρως ενημερωμένος για τη διαδικασία και τους πιθανούς κινδύνους – επιπλοκές της.
Η αναισθησία χορηγείται μέσα στο χώρο των χειρουργείων, σε αίθουσα που είναι πλήρως εξοπλισμένη με όλα τα απαραίτητα μηχανήματα, υλικά και φάρμακα για να χορηγηθεί γενική αναισθησία, ανεξάρτητα αν στον ασθενή πρόκειται να χορηγηθεί κάποιο άλλο είδος αναισθησίας. Εκτός αυτών στην αίθουσα θα πρέπει να υπάρχει και όλος ο απαραίτητος τεχνικός και φαρμακευτικός εξοπλισμός για να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά οποιαδήποτε πιθανή επιπλοκή εμφανιστεί και να μπορεί να εκτελεστεί καρδιο-αναπνευστική αναζωογόνηση, αν κάτι τέτοιο χρειαστεί. Τέλος, την ασφάλεια ενισχύουν η συνεχής παρουσία δίπλα στον ασθενή εξειδικευμένου προσωπικού ( αναισθησιολόγος και εξειδικευμένη στην αναισθησιολογία νοσηλεύτρια) που τον παρακολουθούν συνεχώς σ’ όλη τη διάρκεια της επέμβασης.
Ο ασθενής πριν, κατά τη διάρκεια και μετά την αναισθησία είναι συνδεδεμένος με ειδικά μηχανήματα που καταγράφουν συνεχώς ζωτικά σημεία του, όπως την κατάσταση του αερισμού, της οξυγόνωσης και του κυκλοφοριακού (ηλεκτροκαρδιογράφημα, μέτρηση καρδιακής συχνότητας και αρτηριακή πίεση).
Πριν ξεκινήσει η διαδικασία χορήγησης οποιασδήποτε αναισθησίας, στον ασθενή τοποθετείται φλεβικός καθετήρας (ενδοφλέβια γραμμή) για χορήγηση φαρμακευτικών ουσιών και για την ενυδάτωση του (χορήγηση απαραίτητων υγρών με ορούς).
Η γενική αναισθησία
Είναι μία ασφαλής μέθοδος παρόλο που πολλοί ασθενείς έχουν ιδιαίτερο φόβο γι΄αυτήν. Στην εποχή μας είναι πιο άνετη για τον ασθενή και οι ζωτικές λειτουργίες του είναι υπό πλήρη έλεγχο.
Η διαδικασία χορήγησης γενικής αναισθησίας ξεκινά με την προνάρκωση, κατά την οποία στον ασθενή προσφέρεται με αναπνευστική μάσκα οξυγόνο (100%) και στη συνέχεια μέσω του φλεβοκαθετήρα που έχει τοποθετηθεί στο άνω άκρο του χορηγούνται διάφορα φάρμακα, όπως αγχολυτικά, αναλγητικά και αντιεμετικά.
Η εισαγωγή στην αναισθησία μπορεί να γίνει είτε με τη χορήγηση (εισπνοή) αναισθητικών αερίων ή με την ενδοφλέβια χορήγηση φαρμάκων που προκαλούν ύπνο και χαλαρώνουν τους μύες ( υπναγωγά και μυοχαλαρωτικά φάρμακα).
Ο καλός αερισμός του ασθενούς ( δηλ. η εισπνοή αέρα με οξυγόνο και η αποβολή διοξειδίου), διευκολύνεται με την τοποθέτηση ειδικού σωλήνα από το στόμα (τραχειοσωλήνας) ή με τη χρήση ειδικής λαρυγγικής μάσκας.
Ο πρώτος είναι ένας μακρύς σωλήνας που εισάγεται από το στόμα, όταν ο ασθενής έχει κοιμηθεί, και ο οποίος προωθείται μέχρι την τραχεία. Το ελεύθερο άκρο του σωλήνα, αυτό που βρίσκεται έξω από το στόμα, συνδέεται με το ειδικό μηχάνημα, μέσω του οποίου χορηγείται το αναισθητικό σε αέριο μορφή ( πτητικό αναισθητικό) και οξυγόνο, ενώ παράλληλα υποστηρίζονται οι αναπνευστικές κινήσεις.
Η λαρυγγική μάσκα είναι ένας ειδικό εξάρτημα που εισάγεται από το στόμα και κάνει την ίδια δουλειά με τον τραχειοσωλήνα, αλλά δεν φτάνει βαθειά ως την τραχεία, αλλά σταματά στο ύψος του λάρυγγα. Χρησιμοποιείται όταν οι επεμβάσεις δεν πρόκειται να διαρκέσουν πολύ ώρα και η νάρκωση είναι ελαφρύτερη.
Εκτός των πτητικών αναισθητικών ( αναισθητικά αέρια), στη διάρκεια της επέμβασης γίνεται χορήγηση υπναγωγών και μυοχαλαρωτικών φαρμάκων, από το φλεβικό καθετήρα. Για τη σταθερή χορήγηση αυτών των φαρμάκων, όποτε χρειάζεται κάτι τέτοιο, μπορεί να χρησιμοποιηθεί ειδική αντλία παροχής προκαθορισμένης ποσότητας φαρμάκων.
Το ξύπνημα (η ανάνηψη) από την νάρκωση γίνεται με τη χορήγηση οξυγόνου 100% και τερματισμό ( αναστροφή) της χαλάρωσης των μυών ( αν έχει χορηγηθεί μυοχαλαρωτικό).
Οι ασθενείς μετά το “ξύπνημα” παραμένουν υπό επιτήρηση στον ειδικά εξοπλισμένο χώρο παρακολούθησης τους, που ονομάζεται “ανάνηψη”. Όταν ο αναισθησιολόγος κρίνει ότι όλα λειτουργούν καλώς, δίνει την εντολή επιστροφής στον θάλαμο νοσηλείας.
Η τοπική αναισθησία
Γίνεται από τον ίδιο τον χειρουργό, ο οποίος με μία σύριγγα χορηγεί αναισθητικό φάρμακο στην περιοχή που πρόκειται να γίνει η επέμβαση.
Η τοπική αναισθησία ενδείκνυται για επεμβάσεις σε επιφανειακά σημεία του σώματος.
Ο ασθενής μπορεί να έχει λάβει πριν από την επέμβαση κάποιο παυσίπονο και ηρεμιστικό.
Επίσης, συχνά μπορεί λίγες ώρες πριν από την εγχείρηση ( 1-2 ώρες) να έχει τοποθετηθεί μία ειδική αναισθητική αλοιφή στο σημείο της επέμβασης, η οποία αναισθητοποιεί το δέρμα και έτσι απαλύνει τον τυχόν πόνο από το τσίμπημα της βελόνας της ένεσης με το αναισθητικό.
Για την τοπική αναισθησία είναι απαραίτητη η συνεργασία του ασθενούς και ιδιαίτερα πρέπει αυτός να είναι ψύχραιμος και συνεργάσιμος.
Και η τοπική αναισθησία έχει επιπλοκές, που οφείλονται κυρίως σε αλλεργία στο ενιέμενο φάρμακο, αλλά και σε υπερβολικό άγχος του ασθενούς. Γι΄αυτό και όπου πραγματοποιούνται επεμβάσεις με τοπική αναισθησία υπάρχουν διαθέσιμα τα μέσα που είναι απαραίτητα για να αντιμετωπιστεί κάποια επιπλοκή. Επίσης, σε μονάδες ημερήσιας νοσηλείας υπάρχει πάντα διαθέσιμος αναισθησιολόγος για να προστρέξει σε βοήθεια, αν παρουσιαστεί κάποιο πρόβλημα.
Η τοπική αναισθησία με καταστολή
Πολλές φορές είτε γιατί η έκταση της περιοχής που πρέπει να γίνει η τοπική αναισθησία είναι μεγάλη, είτε γιατί υπάρχουν πολλοί κλάδοι νεύρων που κατευθύνονται στην περιοχή και επομένως μπορεί να είναι δύσκολο να επιτευχθεί αναλγησία, είτε, τέλος, γιατί ο ασθενής είναι ιδιαίτερα αγχώδης, εκτός από την τοπική αναισθησία μπορούν να χορηγηθούν στον ασθενή ενδοφλεβίως καταπραϋντικά, αγχολυτικά και αναλγητικά φάρμακα. Έτσι, ο ασθενής και δεν αισθάνεται πόνο και κοιμάται. Μία τέτοια συνδυασμένη παρέμβαση καθιστά απαραίτητη την ύπαρξη του αναισθησιολόγου στην χειρουργική αίθουσα. Αυτός θα χορηγήσει τα ενδοφλέβια φάρμακα, θα παρακολουθεί τον ασθενή και θα τον υποστηρίζει με την αναπνευστική μάσκα και χορήγηση οξυγόνου. Επίσης, θα είναι έτοιμος να προσφέρει όποια βοήθεια χρειαστεί, αν η καταστολή επηρεάσει περισσότερο απ’ ό,τι πρέπει τον ασθενή.
Η περιοχική αναισθησία
Αφορά την αναισθητοποίηση μία μεγάλης περιοχής τους σώματος ( πολύ μεγαλύτερης από αυτή που μπορεί να αναισθητοποιηθεί με τοπική αναισθησία).
Μία τέτοια μορφής αναισθησία είναι η ραχιαία αναισθησία, δηλ. η έγχυση αναισθητικού φαρμάκου στα περιβλήματα του νωτιαίου μυελού που προκαλεί αναισθητοποίηση των κάτω άκρων ( η πιο συχνή ένδειξη αυτής της αναισθησίας). Ραχιαία αναισθησία μπορεί να γίνει και για επεμβάσεις του κατώτερου μέρους του κορμού.
Η τεχνική αυτής της μορφής αναισθησίας περιλαμβάνει την αποστείρωση και την τοπική αναισθητοποίηση της περιοχής, όπου στη συνέχεια θα εισαχθεί η ειδική βελόνα στον υπαραχνοειδή χώρο (που περικλείει τον νωτιαίο μυελό) και θα χορηγηθεί στη συνέχεια το αναλγητικό ή/και αναισθητικό φάρμακο.
Ο ασθενής είναι ξύπνιος και επικοινωνεί με το περιβάλλον, χωρίς όμως να αισθάνεται πόνο ( ή μπορεί να είναι ελαφρά κατεσταλμένος).
Η επισκληρίδιος αναισθησία γίνεται με μία παρόμοια τεχνική, μόνο που τα φάρμακα μέσω ειδικού πλαστικού καθετήρα εγχέονται στον επισκληρίδιο χώρο ( χώρος ανάμεσα στις μήνιγγες του νωτιαίου μυελού) κατά διαστήματα, ανάλογα με τη διάρκεια της επέμβασης και τις ανάγκες του ασθενούς.
Ο περιφερικός αποκλεισμός νεύρων είναι μία τεχνική όπου μέσω ειδικής βελόνας εγχέεται αναισθητικό στη βάση ενός μεγάλου νεύρου και έτσι όλη η περιοχή που αυτό νευρώνει αναισθητοποιείται.
Επιπλοκές αναισθησίας
Κάθε ιατρική παρέμβαση συνοδεύεται από επιπλοκές – παρενέργειες. Η αναισθησία στις ημέρες μας έχει εξελιχθεί τόσο πολύ που είναι εξαιρετικά ασφαλής και δεν προκαλεί ταλαιπωρία στους ασθενείς ( κάτι που δεν ηταν ασύνηθες πριν 30 χρόνια).
Η αυστηρή τήρηση των κανόνων ασφαλείας για τη χορήγηση αναισθητικών και η συνεχής επιτήρηση των ασθενών αποτελούν τις βασικές προϋποθέσεις που εξασφαλίζουν την μέγιστη δυνατή σιγουριά για μια χωρίς προβλήματα αναισθησία. Ταυτόχρονα, πρέπει να αναφερθεί ότι το επίπεδο εκπαίδευσης και επαγγελματικής ευσυνειδησίας των Ελλήνων αναισθησιολόγων είναι εξαιρετικά υψηλά και σ΄αυτά οφείλονται τα χαμηλά ποσοστά συμβαμάτων κατά την αναισθησία στη χώρα μας. Οι αναισθησιολόγοι είναι από τους πιο καταρτισμένους κλινικούς γιατρούς, κάτι που δεν φαίνεται να έχουν συνειδητοποιήσει πολλοί συμπολίτες μας.
Οι επιπλοκές που μπορούν να εμφανιστούν σε γενική αναισθησία είναι κυρίως: Αναφυλαξία στα αναισθησιολογικά φάρμακα, αναπνευστική καταστολή, καρδιο-αγγειακά προβλήματα, τραυματισμός σε δόντια ή στην τραχεία, πόνος, πνευμονία από εισρόφηση, ναυτία – έμετος , υποθερμία ή υπερπυρεξία, πονοκέφαλος κ.α. Αυτές οι επιπλοκές μπορούν να συμβούν κατά την εισαγωγή, τη διάρκεια και μετά την αναισθησία.
Το πιο συχνό πρόβλημα μετά την αναισθησία είναι η ναυτία και ο έμετος, που κάποτε ταλαιπωρούσε συχνότερα τους χειρουργημένους, αλλά ευτυχώς στην εποχή μας διαθέτουμε πλέον τα κατάλληλα φάρμακα που επιτρέπουν τον πολύ καλό έλεγχο αυτών των παρενεργειών.
Στη ραχιαία αναισθησία συχνότερα προβλήματα είναι: ο πόνος ( παρά την αναισθησία), πονοκέφαλος μετά το τέλος της αναισθησίας, υπόταση και βραδυκαρδία, προβλήματα λοίμωξης των θηκών του νωτιαίου μυελού, αιμάτωμα, προβλήματα ούρησης, προβλήματα αναπνοής σε «υψηλή» ραχιαία κ.λ.π.
Στην τοπική αναισθησία μπορεί να εκδηλωθεί αλλεργία στο αναισθητικό, αιμάτωμα, φλεγμονή ή τραυματισμός νεύρου.
Να επαναληφθεί ότι η συνεχής επιτήρηση των ασθενών, με τη βοήθεια ειδικών μηχανημάτων ελέγχου των ζωτικών σημείων, η πλήρης γνώση της σωματικής κατάστασης των ασθενών και η κατάρτιση και εμπειρία των αναισθησιολόγων και χειρουργών εγγυώνται την απρόσκοπτη αναισθησία στις ημέρες μας.
Οι λεπτομέρειες του είδους της επέμβασης που είναι κατάλληλη στον/στην κάθε ασθενή για την πάθηση που εμφανίζει θα πρέπει να παρουσιαστεί κατανοητά από τον θεράποντα χειρουργό.
Σε όγκους επιφανειακών οργάνων, η επέμβαση δεν προκαλεί συνήθως μεγάλη επίδραση στη λειτουργία του οργανισμού.
Σε επεμβάσεις που αφορούν κοιλότητες του σώματος ( π.χ. για καρκίνους εντός της κοιλάς) η επίδραση είναι εντονότερη και η ανάγκη μεγαλύτερης διάρκειας νοσηλείας για να παρακολουθείται η ομαλή πορεία των χειρουργημένων είναι αναπόφευκτη.
Με τις νέες λιγότερο επεμβατικές μεθόδους ( π.χ ενδοσκοπική – λαπαροσκοπική χειρουργική) η διάρκεια νοσηλείας μειώνεται.
Την επέμβαση πραγματοποιεί ομάδα χειρουργών και όχι μόνο ένας (εκτός αν πρόκειται για πολύ μικρή επιφανειακή πάθηση).
Ο σκοπός της επέμβασης είναι η αφαίρεση του όγκου με υγιή ιστό γύρω απ΄αυτόν. Μερικές φορές είναι αναγκαία η αφαίρεση ολόκληρου οργάνου, όταν κάτι τέτοιο δεν επιβαρύνει την λειτουργία του οργανισμού ( π.χ. μαστεκτομή, θυρεοειδεκτομή, ορχεκτομή κ.λ.π).
Μαζί με τον όγκο αφαιρούνται συχνά οι παρακείμενοι λεμφαδένες, είτε επιλεκτικά, αν είναι διηθημένοι, είτε για σταδιοποίηση, σύμφωνα με τις σχετικές χειρουργικές οδηγίες.
Ιδιαίτερη προσοχή αποδίδεται στο να μην υπάρξει κάποια βλάβη σε όργανο ή σε αγγεία και νεύρα, που και την επέμβαση θα δυσκόλευε και πιθανές επιπλοκές θα δημιουργούσε. ( π.χ. προσοχή χρειάζεται στην αφαίρεση του θυρεοειδούς για να μην τρωθούν τα παλίνδρομα λαρυγγικά νεύρα που βρίσκονται στην πίσω επιφάνεια του οργάνου ή να μην αφαιρεθούν μαζί με το θυρεοειδή οι παραθυρεοειδείς αδένες. Ένα τέτοιου είδους σύμβαμα μπορεί να δημιουργήσει από μέτρια ως σοβαρά προβλήματα στον χειρουργηθέντα ασθενή.
Όταν η επέμβαση περιλαμβάνει επανενώση τμημάτων κοίλων οργάνων ( π.χ. εντέρου) ιδιαίτερη επιμέλεια δίνεται στην καλή συρραφή των δύο τμημάτων μεταξύ τους).
Υπάρχουν επεμβάσεις όπου η απώλεια αίματος κατά τη διάρκεια τους είναι μεγάλη, οπότε χρειάζεται να υπάρχουν διαθέσιμες φιάλες αίματος της ίδιας ομάδας με του χειρουργουμένου ασθενούς.
Προς το τέλος της επέμβασης, ελέγχεται αν υπάρχει κάποια περιοχή που αιμορραγεί και αν έχει μείνει κάποια γάζα στο χειρουργικό πεδίο (ο έλεγχος σ΄αυτή την περίπτωση είναι διπλός: και από τους χειρουργούς και από τη νοσηλεύτρια κίνησης που μετρά τις γάζες που έχουν χρησιμοποιηθεί για να διασταυρώσει αν ο ακριβής αριθμός όσων έχουν χρησιμοποιηθεί συμφωνεί με εκείνο των γαζών που είχαν τεθεί στη διάθεση των χειρουργών).
Τέλος, πριν από τη σύγκλειση του τραύματος συχνά τοποθετούνται ειδικοί σωλήνες παροχέτευσης, έτσι ώστε να εξέρχεται το αίμα που θα προκύψει από τις τραυματικές επιφάνειες της περιοχής της επέμβασης. Επίσης αυτές οι παροχετεύσεις μπορεί να δείξουν την ύπαρξη προβλήματος στεγανότητας στη συρραφή και επανένωση τμήματων κοίλων οργάνων ( π.χ. εντέρου).
Οι χειρουργοί γνωρίζουν τις πιθανότητες προβλημάτων κατά την ανάρρωση των ασθενών και στις μετεγχειρητικές επισκέψεις ελέγχουν αν όλα πηγαίνουν όπως πρέπει ή υπάρχουν κάποια προβλήματα.
Στην αρχή της ανσισθησίας χορηγούνται μερικές φορές αντιβιοτικά για την πρόληψη φλεγμονών στο χειρουργικό πεδίο.
Δεν χρειάζεται χορήγηση αντιβίωσης σε καθαρές επεμβάσεις, όπως είναι π.χ. οι επιφανειακές , του μαστού κ.α.
Σε μία πιο ευρεία ερμηνεία, ο όρος ανάνηψη περιγράφει τη συνεχή διαδικασία η οποία ξεκινά με τον τερματισμό της επέμβασης και την διακοπή της αναισθησίας και ολοκληρώνεται όταν ο ασθενής έχει επανέλθει πλήρως στην πρότερη φυσιολογική και ψυχοκινητική κατάσταση του.
Μετά από μία επέμβαση υπό αναισθησία διακρίνουμε τρία στάδια ανάνηψης – ανάρρωσης:
Πρώτο στάδιο ανάνηψης (πρώιμη ανάνηψη): Αρχίζει με το τέλος της αναισθησίας και διαρκεί έως ότου ο ασθενής έχει ανανήψει και παρουσιάζει προστατευτικά αντανακλαστικά και κινητική λειτουργικότητα. Αυτό το στάδιο το περνά ο ασθενής συνήθως στη μονάδα -χώρο ανάνηψης (ή μονάδα μεταναισθητικής φροντίδας).
Η δεύτερη φάση ανάνηψης (ενδιάμεση ανάνηψη) – ανάρρωση : Ο ασθενής είναι σε ικανοποιητική κατάσταση μπορεί να μεταφερθεί στο θάλαμο και μετά από κάποιο χρονικό διάστημα παραμονής σ΄αυτόν αφού έχει επανέλθει σε κατάσταση που να μπορεί να ασκεί τις βασικές καθημερινές δραστηριότητες τμπορεί να λάβει εξιτήριο και να πάει σπίτι του.
Το τρίτο στάδιο ανάνηψης (καθυστερημένη ανάνηψη) ή ανάρρωση: Είναι το χρονικό διάστημα που ο ασθενής βρίσκεται στο σπίτι του και ανακτά σταδιακά πλήρως τις δυνάμεις του, έτσι που να μπορεί να γυρίσει στην εργασία του και να πραγματοποιήσει προηγούμενες δραστηριότητες του.
Η χειρουργική παραβιάζει την ακεραιότητα του σώματος και δημιουργεί έντονο στρες στον οργανισμό. Η χειρουργική διατέμνει αγγεία, όργανα και γενικότερα είναι μία αιματηρή ιατρική παρέμβαση.
Η πι σημαντική επιπλοκή είναι η αιμορραγία. Κάτι που μπορεί να γίνει αντιληπτό, λόγω ποσότητας πολύ νωρίς ή αργότερα, όταν η ποσότητα του αίματος στις παροχετεύσεις δεν μειώνεται. Σε μεγάλη αιμορραγία πολλές φορές χρειάζεται απανεπέμβαση για να ανακαλυφθεί η πηγή της και να σταματήσει με χειρουργικούς χειρισμούς. Άλλοτε πάλι μπορεί να υπάρξει, υπό αυστηρή όμως επιτήρηση του ασθενούς μια αναμονή μήπως η αιμορραγία σταματήσει.
Παρόμοια με την αιμορραγία είναι και η λεμφόρροια σε ορισμένες επεμβάσεις ( π.χ. λαμφαδενικός καθαρισμός μασχάλης σε καρκίνο του μαστού). Η λεμφόρροια μπορεί να κρατήσει λίγες μέρες, μπορεί όμως να κρατήσει πολύ περισσότερες. Συντηρητικά μέτρα αντιμετώπισης της είναι αυτά που χρησιμοποιούνται για την αντιμετώπιση της.
Μία άλλη επιπλοκή που αφορά όλες τις επεμβάσεις είναι η φλεγμονή του τραύματος. Κυρίως η μόλυνση γίνεται την ώρα της επέμβασης, γι΄αυτό και στο χειρουργείο τηρούνται ιδιαίτερα αυστηρά μέτρα ασηψίας. Η φλεγμονή εκδηλώνεται με τα κλασικά συμπτώματα : ερυθρότητα, υπερθερμία, διόγκωση και πόνο. Αυτά είναι πιο ευδιάκριτα σε επιφανειακές επεμβάσεις. Σε επεμβάσεις εντός μεγάλων κοιλοτήτων, η πυρετική κίνηση που δεν εξηγείται αλλιώς και η εμφάνιση πυώδους υγρού στις παροχετεύσεις είναι ένδειξη ότι έχει αναπτυχθεί φλεγμονή. Η χορήγηση αντιβιοτικών και αν χρειαστεί η χειρουργική παροχέτευση τυχόν σχηματισθέντος αποστήματος, είναι οι τρόποι αντιμετώπισης.
Υπάρχουν δε πολλές άλλες επιπλοκές που σχετίζονται με την περιοχή της επέμβασης και την έκταση της. Αναφέρθηκε προηγουμένως ως παράδειγμα ο τραυματισμός του παλίνδρομου λαρυγγικού νεύρου κατά τη διάρκεια της ολικής θυρεοειδεκτομής. Αν αυτό αφορά το ένα μόνο νεύρο τότε η επιπλοκή εκδηλώνεται με βραχνάδα φωνής (γιατί αυτό είναι το νεύρο για την κίνηση των φωνητικών χορδών). Αν τραυματιστούν και τα δύο, τότε υπάρχει μέχρι και κίνδυνος εμφάνισης ασγυκτικών φαινομένων που χρήζουν άμεσης αντιμετώπισης.
Η διάσπαση της ραφής για επανένωση δύο τμημάτων π.χ. του εντέρου μπορεί να δημιουργήσει μικρότερα έως μεγαλύτερα προβλήματα που είναι πιθανό να οδηγήσουν σε επανεπέμβαση.
Σε επεμβάσεις στα οστά ιδιαίτερη μέριμνα υπάρχει για την αποφυγή μόλυνσης και για τη σωστή τοποθέτηση τυχόν μοσχευμάτων ώστε να επιτευχθεί γρήγορα η λειτουργικότητα του οστού που είχε προσβληθεί από την κακοήθη νεοπλασία.
Γενικά, όμως, η χειρουργική έχει γίνει πολύ λιγότερο επεμβατική (το εύρος των επεμβάσεων μικραίνει και το ίδιο συμβαίνει με τις τομές). Η πρόοδος με άλλα λόγια της χειρουργικής είναι η ολοένα και πιο σωστά προσαρμοσμένη στις αποδεδειγμένα απαραίτητες παρεμβάσεις, με όσο το δυνατόν λιγότερη επιβάρυνση του οργανισμού.
Τέλος, λάθη μπορεί να συμβούν, γιατί κάτι τέτοιο είναι ανθρώπινο. Σίγουρα όμως στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων δεν είναι στην πρόθεση κανενός γιατρού να βλάψει τον ασθενή, αλλά καθώς η συγκεκριμένη επιστήμη έχει πολλά ελαστικά όρια στην ερμηνεία ευρημάτων, στις δυσκολίες των θεραπευτικών επιλογών, στην εκτέλεση των χειρουργικών παρεμβάσεων η εμφάνιση μίας επιπλοκής δεν αποτελεί ένδειξη πλημελούς εκτέλεσης του καθήκοντος εκ μέρους των χειρουργών. (χωρίς βέβαια αυτό να έχει απόλυτη ισχύ)
Ο θεράπων χειρουργός θα σας δώσει με λεπτομέρεια το τι να πρέπει να προσέξετε όταν θα γυρίσετε σπίτι, τι πρέπει να κάνετε και τι να αποφεύγεται, πότε να τον επισκευθείτε στο ιατρείο για αλλαγή ή έλεγχο.
Τα ράμματα συνήθως αφαιρούνται γύρω στην 8η ημέρα. Αλλά αρκετές φορές οι χειρουργοί ράβουν μικρά και μη υπό τάση τραύματα με απορροφήσιμα ράμματα, οπότε δεν υπάρχει ανάγκη αφαίρεσης τους. ΄Άλλοτε πάλι μπορεί να χρειαστεί να περιμένετε περισσότερο μέχρι την αφαίρεση των ραμμάτων, εφόσον ο χειρουργός κρίνει ότι κάτι τέτοιο είναι αναγκαίο για την ασφάλεια του τραύματος.
Το χειρουργικό τραύμα έχει κλείσει μετά την 5η ημέρα, οπότε και αν βραχεί (όχι να μπεί στο νερό) δεν είναι επικίνδυνο. Το τραύμα μπορεί να αφεθεί ανοικτό από την 5η ημέρα ή αργότερα, ανάλογα το μέγεθος του, το είδος της επέμβασης και την ικανότητα επούλωσης του.
Για την επούλωση θα πρέπει να γνωρίζετε ότι οι καπνιστές έχουν μεγαλύτερο πρόβλημα, καθώς το κάπνισμα βλάπτει τα αγγεία και επομένως η θρέψη της περιοχής του τραύματος σ΄αυτούς είναι πιο ελαττωματική.
Το ίδιο ισχύει και για τους ασθενείς με σακχ. διαβήτη.
Η αποχή από την εργασία καθώς και η αποφυγή συγκεκριμένων ασκήσεων και κινήσεων καθορίζεται από τον θεράποντα χειρουργό.
Για το αν χρειάζεστε να πάρετε φάρμακα (και ποια) και αν είναι αναγκαίες οι συμπληρωματικές θεραπείες αυτό θα προκύψει από την ιστολογική εξέταση και αποτελεί απόφαση του θεράποντα γιατρού. Συχνά για τα παραπάνω υπάρχει συζήτηση και απόφαση ιατρικού συμβουλίου.