Ενημέρωση & υποστήριξη νεαρών ενηλίκων με νεοπλασματικές ασθένειες

Μπορείτε να διαβάσετε αναλυτικά για την Χημειοθεραπεία στο παρακάτω ηλεκτρονικό μας flipbook

[dearpdf id=”988343″ ][/dearpdf]

ΧΗΜΕΙΟΘΕΡΑΠΕΙΑ

Όταν συζητούνται οι τρόποι αντιμετώπισης του καρκίνου, αυτό που προκαλεί ιδιαίτερη δυσφορία σχεδόν σ΄ όλους και όλες – μερικές φορές ακόμα πιο πολύ και από αυτή την αναγγελία της διάγνωσης της νόσου – είναι όταν τους ανακοινωθεί ότι για την περίπτωση τους έχει ένδειξη η χορήγηση χημειοθεραπείας. Η συνήθως  μακροχρόνια διάρκεια και οι παρενέργειες της προκαλούν μεγάλο άγχος, ιδιαιτέρως δε στις γυναίκες και στους νέους ενήλικες το γεγονός της πιθανής προσωρινής απώλειας των μαλλιών τους κάνει να νοιώθουν άσχημα.

Βέβαια, είναι γεγονός ότι στην εποχή μας η χημειοθεραπεία έχει βελτιωθεί πάρα πολύ, τόσο σ’ ό,τι αφορά την αποτελεσματικότητα της, όσο και στην μείωση της έντασης των παρενεργειών που προκαλεί. Επιπρόσθετα υπάρχουν πλέον μέσα, φαρμακευτικά και πρακτικές, που επιτυγχάνουν την καταπράυνση των επιβαρύνσεων της χημειοθεραπείας κάτι που δεν συνέβαινε παλαιότερα.

Γι’ αυτό είναι καλό ο γιατρός να συζητά διεξοδικά με τους ασθενείς (και σε γλώσσα κατανοητή) τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα της θεραπείας καθώς και τα μέσα που υπάρχουν για να προληφθούν ή/και να καταπραϋνθούν οι όποιες αρνητικές επιπτώσεις.

Οι καλά ενημερωμένοι ασθενείς, η σωστή επαφή με τον/την γιατρό, η υποστήριξη από την οικογένεια ή από ειδικούς ψυχικής υγείας συμβάλλουν μαζί με τα διαθέσιμά ιατρικά μέσα στο να διέλθουν οι ασθενείς όσο πιο ανώδυνα γίνεται το στάδιο της χημειοθεραπείας.

Είναι η αντικαρκινική θεραπεία με φαρμακευτικές ουσίες που με τη δράση τους επιτυγχάνεται η καταστροφή των καρκινικών κυττάρων. Η δράση αυτή επιτυγχάνεται είτε με το να σκοτώνουν τα καρκινικά κύτταρα, είτε με το να αναστέλλουν τον πολλαπλασιασμό τους ( γι’ αυτό και όσα ανήκουν στην πρώτη κατηγορία ονομάζονται κυτταροτοξικά, ενώ όσα ανήκουν στη δεύτερη ονομάζονται κυτταροστατικά).

Επειδή αυτές οι φαρμακευτικές ουσίες κυκλοφορούν μέσω των αγγείων σ’ όλο τον οργανισμό χαρακτηρίζεται η χημειοθεραπεία ως συστηματική θεραπεία.

Αντίθετα η χειρουργική και η ακτινοθεραπεία είναι θεραπείες που στοχεύουν στην αφαίρεση ή την καταστροφή της πρωτοπαθούς ή μεταστατικής εστίας σε κάποιο όργανο. Είναι δηλ. τοπικές ή τοπικο-περιοχικές θεραπείες ( η προσθήκη της λέξης «περιοχικές» προσδιορίζει ότι η θεραπευτική παρέμβαση μπορεί να αφορά και περιοχές κοντά στον όγκο όπου π.χ. υπάρχουν λεμφαδένες).

Στις συστηματικές θεραπείες ανήκουν συνολικά:

  1. η Χημειοθεραπεία
  2. η Στοχευμένη (ή στοχεύουσα) θεραπεία
  3. η Ορμονοθεραπεία &
  4. η Ανοσοθεραπεία

Με τη χημειοθεραπεία μπορεί να επιτευχθεί θεραπεία (που σε τελική κατάληξη της μπορεί να επιφέρει ίαση), έλεγχος της νόσου ( σταθεροποίηση και βελτίωση της νόσου που οδηγεί σε μεγαλύτερη επιβίωση και λιγότερα προβλήματα) ή, τέλος, παρηγορική φροντίδα ( που βελτιώνει την ποιότητα ζωής των ασθενών με την ανακούφιση συμπτωμάτων σε προχωρημένο στάδιο ).

Στην ζωή ενός κυττάρου ( καρκινικού ή φυσιολογικού)  ένα από τα χαρακτηριστικά του είναι η αναπαραγωγή του. Αυτή γίνεται με αυστηρά καθορισμένες μοριακές και ενδοκυτταρικές διεργασίες που οδηγούν στο διπλασιασμό του γενετικού υλικού (του DNA), έτσι ώστε κάθε ένα από τα δύο θυγατρικά κύτταρα που θα προκύψουν από τη διαίρεση του κάθε κυττάρου να έχει πλήρες νέο γενετικό υλικό (αυτού του είδους τον πολλαπλασιασμό, δηλ τα δύο νέα κύτταρα να έχουν πλήρες – με δύο έλικες -DNA, ονομάζεται μίτωση).

Αντίθετα, ο πολλαπλασιασμός που καταλήγει στην παραγωγή δύο κυττάρων που το καθένα τους έχει μοιραστεί από μία έλικα DNA του αρχικού κυττάρου, λέγεται μείωση και αφορά την παραγωγή των σπερματοζωαρίων και των ωαρίων.

Ο κυτταρικός κύκλος, όπως αναφέρθηκε. χαρακτηρίζεται από συγκεκριμένες σταθερές διαδοχικές διαδικασίες που της ταξινομούμε σε διάφορες φάσεις (στάδια), ανάλογα με το τι συμβαίνει στο εσωτερικό του κυττάρου.

Τα κύτταρα του σώματος μας εκτελούν τις λειτουργίες για τις οποίες είναι προορισμένα χωρίς να βρίσκονται σε συνεχή διαδικασία αναπαραγωγής ( φάση G0), αλλά όταν χρειαστεί (απώλεια κυττάρων, εξωτερικά ερεθίσματα) αρχίζουν τη διαδικασία της αναπαραγωγής τους περνώντας διαδοχικές φάσεις όπως φαίνεται στο σχήμα. Η ταχύτητα με την οποία αναπαράγονται τα κύτταρα των διάφορων ιστών του οργανισμού είναι διαφορετική, π.χ τα νευρικά κύτταρα δεν αναπαράγονται, ενώ τα κύτταρα του δέρματος, του αίματος κ.α έχουν έντονη αναπαραγωγική δραστηριότητα.

Τα καρκινικά κύτταρα, που είναι κύτταρα ασταθή, δείχνουν εκτός των άλλων και μία ιδιαιτερότητα στον ρυθμό της ανεξέλεγκτης αναπαραγωγής τους. Ο ρυθμός ανάπτυξης ενός όγκου ( δηλ. με πόση ταχύτητα αναπαράγονται τα κύτταρα του) εξαρτάται από 3 βασικές παραμέτρους:

1)το πόσο διαρκεί ο κάθε κυτταρικός κύκλος (διάρκεια του κυτταρικού κύκλου). Αυτός σε άλλες κακοήθεις νεοπλασίες είναι ταχύς, σε άλλες πιο αργός,

2)το ποσοστό των κυττάρων ενός όγκου που βρίσκονται σε αναπαραγωγική διαδικασία (κλάσμα ανάπτυξης), δηλ. πόσα κύτταρα ενός όγκου βρίσκονται σε διαδικασία πολλαπλασιασμού  και 3) από τον παράγοντα κυτταρικής απώλειας. Τα κύτταρα εκτός από το να ζουν και να πολλαπλασιάζονται, πεθαίνουν κιόλας. Έτσι ο κυτταρικός πληθυσμός ενός όγκου υφίσταται και απώλειες (θανάτους). Ο θάνατος που δεν προκύπτει από την επίδραση εξωτερικών παραγόντων (π.χ. τραυματισμός), αλλά από τις εσωτερικές ρυθμίσεις των ίδιων των κυττάρων, ονομάζεται στην ιατρική ορολογία: απόπτωση.

Το μέγεθος ενός όγκου είναι αποτέλεσμα της λεπτής ισορροπίας που υπάρχει ανάμεσα στη διαδικασία της παραγωγής νέων καρκινικών κυττάρων από τα υπάρχοντα και της καταστροφής- του θανάτου- κάποιων άλλων κυττάρων του όγκου.

Τα χημειοθεραπευτικά φάρμακα δρουν στα αναπαραγόμενα κύτταρα ( ορισμένα σε συγκεκριμένες φάσεις του κυτταρικού κύκλου) εμποδίζοντας τον πολλαπλασιασμό των καρκινικών κυττάρων, συρρικνώνοντας έως εξαφανίζοντας τα κύτταρα της κακοήθους νεοπλασίας. Όμως, αυτή η δράση τους δεν επιλεκτική ( μόνο για τα καρκινικά κύτταρα) αλλά αφορά και κάθε κύτταρο του οργανισμού που πολλαπλασιάζεται και ιδιαίτερα αυτά που πολλαπλασιάζονται ταχύτερα. Απ’ αυτή την “ανειδίκευτη” δράση των συγκεκριμένων φαρμάκων προκύπτουν πολλές από τις παρενέργειες τους ( π.χ. πτώση τριχών, μείωση κυττάρων του αίματος).

Η χημειοθεραπεία μπορεί να χορηγηθεί, ανάλογα με το φάρμακο, κυρίως ενδοφλεβίως ή από του στόματος.

Ενδοφλεβίως μπορεί να χορηγηθεί στάγδην ( δηλ. το φάρμακο να έχει διαλυθεί σε ορό και αυτός να πέφτει με μορφή σταγόνων για κάποιο χρονικό διάστημα ενδοφλεβίως -μέσω φλεβοκαθετήρα) ή να χορηγηθεί ταχύτερα με μία σύριγγα (και πάλι σχετικά αργά). Η στάγδην χορήγηση γίνεται σύμφωνα με τον προγραμματισμό για το είδος του φαρμάκου και προς τον σκοπό αυτό χρησιμοποιούνται ειδικές αντλίες έγχυσης που ελέγχουν την ταχύτητα χορήγησης του ορού.

Οι φλέβες των άνω άκρων που χρησιμοποιούνται για τη χορήγηση των φαρμάκων, με την επανάληψη των θεραπειών (αλλά και τους συχνούς αιματολογικούς ελέγχους) «ταλαιπωρούνται», καθιστώντας συχνά δύσκολη την ανεύρεση και τον καθετηριασμό τους. Γι αυτό συχνά συστήνεται η τοποθέτηση σε μεγάλη εσωτερική φλέβα μίας μονιμότερης για μεγάλο διάστημα συσκευής (κεντρική γραμμή) που το τελικό άκρο της ( που θα δεχτεί τη βελόνα για τη χορήγηση του φαρμάκου) είναι ενταφιασμένο κάτω από το δέρμα στο πρόσθιο άνω τμήμα της περιοχής του θώρακα. Η τοποθέτηση είναι εύκολη και οι ασθενείς ταλαιπωρούνται λιγότερο, αφού αποφεύγουν τα πολλαπλά και επώδυνα τσιμπήματα στα χέρια τους.

Η από του στόματος χορήγηση είναι ευκολότερη, χρειάζεται όμως η λήψη του φαρμάκου να γίνεται με ιδιαίτερη επιμέλεια, σύμφωνα με τις οδηγίες των γιατρών.

Εκτός αυτών των συνηθισμένων τρόπων χορήγησης, υπάρχουν και περιπτώσεις που το χημειοθεραπευτικό φάρμακο μπορεί να εγχυθεί (χορηγηθεί) απ’ ευθείας σε μία σωματική κοιλότητα ( π.χ. στην ουροδόχο κύστη ή στο περιτόναιο ή στον υπεζωκότα) ή να τοποθετηθεί χειρουργικά ένας καθετήρας σε μία αρτηρία που «αρδεύει» την περιοχή του όγκου για να επιτευχθεί η μεγαλύτερη δυνατή δόση φαρμάκου στα καρκινικά κύτταρα, χωρίς – όμως-  αυτό να σημαίνει ότι δεν υπάρχει διασπορά του φαρμάκου στον υπόλοιπο οργανισμό).

Σε κάποιες δερματικές νεοπλασίες μπορεί να χορηγηθεί το χημειοθεραπευτικό φάρμακο υπό μορφή τοπικής αλοιφής.

Επειδή η ιατρική βασίζεται σε αποδείξεις, που προκύπτουν από μελέτες που συγκρίνουν τις διάφορες παραμέτρους μίας θεραπείας ως προς μία άλλη, οι γιατροί είναι ενήμεροι ποιοι είναι οι αποτελεσματικότεροι τρόποι και είδη χημειοθεραπείας για κάθε περίπτωση.

Η θεραπεία μπορεί να γίνει μ΄ ένα μόνο φάρμακο (μονοθεραπεία) ή με συνδυασμό φαρμάκων (πολυθεραπεία). Ο συνδυασμός φαρμάκων και οι ιδιαιτερότητες χορήγησης του ονομάζεται χημειοθεραπευτικό σχήμα. Τα φάρμακα και τα σχήματα της χημειοθεραπείας που χορηγούνται στους ασθενείς είναι αυτά που σε συγκριτικές αυστηρές μελέτες έδειξαν να έχουν την καλύτερη αποτελεσματικότητα στον κάθε συγκεκριμένο τύπο.

Η χημειοθεραπεία γίνεται σε επαναλαμβανόμενες χρονικά περιόδους για να έχει μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα, καθώς όταν χορηγείται δεν βρίσκονται όλα τα καρκινικά κύτταρα σε φάση αναπαραγωγής και επομένως κάποια διαφεύγουν τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο τη δράση των φαρμάκων. ΟΙ επαναλήψεις της χημειοθεραπείας χαρακτηρίζονται ως κύκλοι ( Συχνά χορηγούνται έξη κύκλοι).

Επειδή τα καρκινικά κύτταρα δεν ανανήπτουν από την δράση των χημειοθεραπευτικών φαρμάκων, ενώ αυτό συμβαίνει με τα φυσιολογικά, επιδιώκεται πάντα η ανεύρεση της χρυσής τομής στις δόσεις των φαρμάκων που να είναι μεν αντικαρκινικές, αλλά που ταυτόχρονα να μην εμποδίζουν την ανάνηψη των φυσιολογικών κυττάρων. Στον καθορισμό του χρονικού διαστήματος που μεσολαβεί ανάμεσα στις δόσεις της χημειοθεραπείας λαμβάνεται υπόψη αυτό το γεγονός.

Η δόση (δοσολογία) του κάθε φαρμάκου καθορίζεται ανάλογα με την επιφάνεια σώματος του ασθενούς ( που προσδιορίζεται από το βάρος και το ύψος του). Το ποιες δόσεις είναι καλά ανεκτές και ποιες μπορεί να προκαλέσουν σοβαρές ανεπανόρθωτες βλάβες σε υγιή κύτταρα είναι γνωστές στους γιατρούς από τα σχετικά πειράματα και μελέτες που έχουν προηγηθεί για την άδεια κυκλοφορίας του κάθε φαρμάκου από τις αρμόδιες κρατικές ή διεθνείς αρχές. Ως ένταση δόσης ενός φαρμάκου προσδιορίζεται η ποσότητα του φαρμάκου που χορηγείται στη μονάδα του χρόνου ανεξάρτητα από την οδό ή το σχήμα χορήγησης και εκφράζεται με mg/m2/εβδομάδα.

Για τον προσδιορισμό της δοσολογίας των φαρμάκων λαμβάνονται επίσης υπόψη η γενική κατάσταση των ασθενών, ο αριθμός των κυττάρων τους αίματος (από την γενική αίματος), η συνοσηρότητα ( ιδίως νεφρών και ήπατος, γιατί  τα όργανα αυτά συμβάλλουν στο μεταβολισμό των φαρμάκων).

Στο μεσοδιάστημα των χημειοθεραπειών ( 1-2η εβδομάδα) ελέγχεται με εξέταση γενικής αίματος ο αριθμός των κυττάρων του αίματος, γιατί τότε είναι που εμφανίζονται οι χαμηλότερες τιμές τους ( το ναδίρ). Η πτώση των λευκών αιμοσφαιρίων αυξάνει τον κίνδυνο λοιμώξεων.

Γενικά ισχύει ότι υπάρχουν κακοήθεις νεοπλασίες που υποχωρούν μετά την χορήγηση της χημειοθεραπείας. Αυτοί ο όγκοι ονομάζονται χημειοευαίσθητοι. Όσοι δείχνουν να μην υποχωρούν ή αυτό να συμβαίνει σε περιορισμένο βαθμό χαρακτηρίζονται ως χημειοανθεκτικοί (χημειοάντοχοι).

Στη χημειοθεραπεία και γενικότερα στις αντικαρκινικές θεραπείες ως κριτήρια αποτελεσματικότητας χρησιμοποιούνται οι παρακάτω δείκτες:

Μερική ανταπόκριση είναι η μείωση >50% του συνολικού φορτίου του όγκου είτε αντικειμενικά για της μετρήσιμες βλάβες είτε υποκειμενικά για τις μη μετρήσιμες (απεικονιστική εκτίμηση, κλινική βελτίωση).

Πλήρης ανταπόκριση είναι η εξαφάνιση όλων των μετρήσιμων βλαβών και επάνοδος των καρκινικών  δεικτών σε φυσιολογικά επίπεδα.

Καθόλου ανταπόκριση ή πρόοδος της νόσου: όταν η θεραπεία δεν έχει κανένα αποτέλεσμα.

Χρόνος μέχρι την υποτροπή ορίζεται ο χρόνος που μεσολαβεί ως την εμφάνιση της πρώτης τοπικο-περιοχικής υποτροπής ή άλλης απομακρυσμένης  υποτροπής( μετάστασης).

Ελεύθερη νόσου επιβίωση είναι το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί μεταξύ της πρώτης διάγνωσης και του πρώτου περιστατικού της υποτροπής ή το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί χωρίς νόσο μεταξύ δύο υποτροπών.

Πενταετής ή δεκαετής επιβίωση είναι η % αναλογία ασθενών που επιζούν για 5  ή 10 έτη από τη διάγνωση της νόσου.

Σε σύγκριση με τη χημειοθεραπεία, η αποτελεσματικότητα του χειρουργείου στην αντιμετώπιση της τοπικής εστίας θεωρείται πλήρης όταν έχει επιτευχθεί εξάλειψη της χωρίς να μείνουν υπολειμματικά καρκινικά κύτταρα ή ατελής, όταν στα όρια εκτομής φτάνουν τα καρκινικά κύτταρα.

Αν η χορηγούμενη χημειοθεραπεία δεν δείξει τα αναμενόμενα αποτελέσματα,  μπορεί να χρειαστεί να γίνει αλλαγή του συνδυασμού των φαρμάκων ή σε εμφάνιση σοβαρών παρενεργειών να μειωθεί η δόση τους.

Επειδή τα καρκινικά κύτταρα αναπτύσσονται πολύ γρήγορα και παρουσιάζουν συνεχείς αλλαγές στο γενετικό υλικό τους καθώς αναπαράγονται, μπορεί το σχήμα των φαρμάκων της χημειοθεραπείας να έδειξε μεν αποτελεσματικότητα στην αρχή, εξαλείφοντας τα χημειοευαίσθητα καρκινικά κύτταρα, αλλά από την άλλη όσα είχαν αντοχή στα συγκεκριμένα φάρμακα να υπερίσχυσαν (επικράτησαν) και να συνέχισαν τον ανεξέλεγκτο πολλαπλασιασμό τους και τη αύξηση της κακοήθους νεοπλασίας. 

Εισαγωγική (Νεοεπικουρική) χημειοθεραπεία ονομάζεται αυτή που δίνεται πριν από την εφαρμογή άλλων θεραπειών με στόχο να τις βοηθήσει να πραγματοποιηθούν με μεγαλύτερη επιτυχία, όπως π.χ. στον καρκίνο του μαστού όταν ένα όγκος είναι πολύ μεγάλος σε σχέση με το μέγεθος του στήθους, τότε η νεοεπικουρική θεραπεία μπορεί να τον μικρύνει και να καταστήσει εφικτή μία εγχείρηση με διατήρηση του στήθους. Άλλη περίπτωση είναι ο φλεγμονώδης καρκίνος, όπου με την νεοεπικουρική θεραπεία “μαζεύεται” η διάχυτη επέκταση του καρκίνου στον μαστό και στο δέρμα και καθίσταται πιο ασφαλής η επέμβαση της μαστεκτομής.

Επικουρική χημειοθεραπεία ονομάζεται η χορήγηση της χημειοθεραπείας μετά τη χειρουργική επέμβαση σε ασθενείς που έχουν αυξημένη πιθανότητα να εμφανίσουν στο μέλλον υποτροπή της νόσου. Η επικουρική χημειοθεραπεία βοηθά (επικουρεί) τη χειρουργική θεραπεία μειώνοντας την πιθανότητα να εμφανιστεί αργότερα υποτροπή της νόσου.

1ης ή 2ης γραμμής χημειοθεραπεία. Όταν χορηγείται για πρώτη φορά σε έναν ασθενή χημειοθεραπεία αυτή ονομάζεται αρχική ή πρώτης γραμμής θεραπεία. Όταν εμφανιστεί υποτροπή της νόσου ή δεν ανταποκρίνεται αυτή στην αρχική θεραπεία, χορηγείται καινούργια (με άλλα φάρμακα) και χαρακτηρίζεται θεραπεία δεύτερης γραμμής.

Θεραπεία εφόδου (χημειοθεραπεία μεγάλων δόσεων) αφορά τη χορήγηση υψηλής δόσης χημειοθεραπευτικών φαρμάκων με στόχο την επίτευξη πλήρους ανταπόκρισης, εφόσον είναι αποδεκτή ως αποτελεσματική σε ορισμένες νεοπλασίες ( π.χ. αιματολογικές)

Υπάρχουν πολλά φάρμακα που έχουν αποδεδειγμένη αντικαρκινική δράση. Και συνεχώς παράγονται νεότερα. Η αναλυτική αναφορά τους σε αυτήν τη γενική παρουσίαση δεν εξυπηρετεί κάποιον πρακτικό σκοπό. Στη συνέχεια αναφέρονται ορισμένες κατηγορίες φαρμάκων με γενικές επισημάνσεις, χωρίς λεπτομερή παρουσίαση των φαρμάκων κάθε κατηγορίας. Σε δεύτερο χρόνο και σταδιακά θα παρουσιαστούν τα σκευάσματα και οι πληροφορίες που δίνει ο κατασκευαστής και οι αρμόδιες υπηρεσίες εποπτείας.

Τα συχνά χρησιμοποιούμενα φάρμακα ανήκουν στις παρακάτω κατηγορίες φαρμάκων: 

Αλκυλιούντες παράγοντες

Δρουν στο DNA σ’ όλες τις φάσεις του κυτταρικού κύκλου, Χρησιμοποιούνται σε διάφορα είδη καρκίνων. Η πιο σημαντική σπάνια παρενέργεια τους όταν χορηγούνται σε υψηλές δόσεις είναι ο κίνδυνος εμφάνισης λευχαιμίας μετά από την δεκαετία της χορήγησης τους.

Νιτροζουρίες

Τα φάρμακα αυτής της κατηγορίας ανήκουν στους αλκυλιούντες παράγοντες, αλλά έχουν την ικανότητα να μπορούν να διεισδύσουν στον εγκέφαλο, γι΄αυτό και χρησιμοποιούνται σε όγκους του Κεντρικού Νευρικού Συστήματος.

Αναστολείς τοποισομεράσης

Φάρμακα που δρουν σε μία ομάδα ενζύμων που ονομάζονται τοποισομεράσες και τα οποία διευκολύνουν τον διαχωρισμό του DNA.

Χρησιμοποιούνται σε διάφορα είδη καρκίνων. Σοβαρότερη παρενέργεια είναι η εμφάνιση εξαιτίας τους αργότερα ενός νέου καρκίνου.

Αντικαρκινικά αντιβιοτικά

Αντιβιοτικά μεν, αλλά όχι για λοιμώξεις αλλά για να βλάψουν το DNA των καρκινικών κυττάρων.

Ανθρακυκλίνες

Και αυτές ανήκουν στην κατηγορία των αντικαρκινικών αντιβιοτικών εμποδίζοντας δράσεις ενζύμων χρήσιμων στην αναπαραγωγη του DNA. Χορηγούνται σε πολλές μορφές καρκίνων. Κύρια παρενέργεια τους η καρδιοτοξική δράση τους, ιδιαίτερα σε υψηλές δόσεις.

Αντιμεταβολίτες

Εμπλέκονται στη δομή του DNA & RNA εμποδίζοντας την αναπαραγωγή των κυττάρων. Χρησιμοποιούνται σε πολλά είδη καρκίνων.

Αναστολείς μίτωσης

Εμποδίζουν τη διαδικασία αναπαραγωγής ( διαίρεσης) και είναι παράγωγα φυτών. Σ΄αυτή την κατηγορία ανήκουν φάρμακα ευρείας εφαρμογής, με κύρια παρενέργεια την επίδραση τους στα νεύρα.

κ.α.

Η θεραπεία μίας κακοήθους νεοπλασίας μπορεί να περιλαμβάνει μόνο χημειοθεραπεία, ποιο συχνά, όμως, είναι η εφαρμογή συνδυασμού θεραπειών.

Όπως έχει αναφερθεί το είδος και ο τρόπος χορήγησης καθώς και η συχνότητα χορήγησης της χημειοθεραπείας προκύπτουν ως αποτέλεσμα καλά μελετημένων και αυστηρά ελεγχόμενων μελετών.

Εκτός της αποτελεσματικότητας, στις μελέτες λαμβάνονται υπόψη το είδος και η συχνότητα εμφάνισης των παρενεργειών καθώς και η βαρύτητα τους.

Γενικότερα για την επιλογή του είδους της θεραπείας οι θεράποντες γιατροί λαμβάνουν υπόψη τους :

  • Το είδος και τις ιδιαιτερότητες ( υπότυποι) του συγκεκριμένου καρκίνου που πρέπει να θεραπεύσουν
  • Το στάδιο του καρκίνου (αν είναι τοπικά περιορισμένος έχει ήδη επεκταθεί ή έχει πιθανότητες να έχει δώσει μεταστάσεις που ακόμα δεν είναι ανιχνεύσιμες)
  • Η γενική κατάσταση των προς θεραπεία ασθενών, που περιλαμβάνει κλίμακες αξιολόγηση της σωματικής κατάστασης τους, τις συνοσηρότητες, τα φάρμακα που λαμβάνουν, την ηλικία τους και τα αποτελέσματα του προθεραπευτικού εργαστηριακού ελέγχου τους.
  • Αν πρόκειται για θεραπεία νεοεμφανιζόμενης κακοήθειας ή πρόκειται για υποτροπή που γι αυτήν είχε χορηγηθεί θεραπευτική αγωγή

Πριν από τη χορήγηση της χημειοθεραπείας:

  • θα υποβληθείτε σε έναν πλήρη έλεγχο της υγείας. Φροντίστε να έχετε πρόσφατη γνωμάτευση και συστάσεις από τους θεράποντες γιατρούς σας για τυχόν άλλες παθήσεις που έχετε.
  • Τακτοποιήστε τυχόν προβλήματα που έχετε με τα δόντια σας (π.χ αφαίρεση χαλασμένων, σφραγίσματα, αντιμετώπιση προβλημάτων οδοντοστοιχίας).
  • Επίσης αντιμετωπίστε οποιαδήποτε εστία φλεγμονής.
  • Ελέγξτε την κατάσταση της καρδιά σας αν έχετε κάποιο πρόβλημα.
  • Ενημερώστε τους άλλους γιατρούς που σας παρακολουθούν ότι θα υποβληθείτε σε χημειοθεραπεία και ζητήστε τους αν έχουν κάτι να συμβουλέψουν σε σας ή να συζητήσουν με τον ογκολόγο -παθολόγο.
  • Ακολουθήστε πιστά τις συστάσεις του παθολόγου-ογκολόγου που γνωρίζει καλύτερα απ’ όλους τα προβλήματα και τις παρενέργειες των φαρμάκων που θα σας χορηγήσει.

 

Όσο χρόνο κάνετε χημειοθεραπεία και μετά:

  • Προσέξτε την υγιεινή των δοντιών και του σώματος σας. Αποφεύγετε τα σαμπουάν και τα κρεμοσάπουνα με ισχυρές αρωματικές ουσίες καθώς και το μπάνιο σε πολύ ζεστό ή κρύο νερό. Επίσης όχι έντονη ροή νερού από το ντουζ στο σώμα σας.
  • Μη χρησιμοποιείται οποιεσδήποτε κρέμες σώματος και προσέξτε τη χρήση του ξυραφιού για κοπή τριχών.
  • Προσέξτε τη δίαιτα σας (συμβουλευτείτε γι΄αυτό τον θεράποντα γιατρό και διαιτολόγο).
  • Μην καπνίζετε ( είναι μια ευκαιρία να το διακόψετε, αν είστε καπνιστής)
  • Αποφεύγετε τα οινοπνευματώδη ποτά.
    Ασκηθείτε όσο οι δυνάμεις σας το επιτρέπουν.
  • Συμπληρώματα διατροφής ή λήψη βιταμινών μόνο με συμβουλή των γιατρών.
  • Μην παίρνετε διάφορες ουσίες που γράφουν ή έχετε ακούσει ότι βοηθούν στην καταπολέμηση του καρκίνου. ( Τέτοιες συσκευασίες αναφέρουν την φράση: «γνωστοποίηση στον Ε.Ο.Φ», κάτι τελείως διαφορετικό από το «εγκεκριμένο παρασκεύασμα από τον Ε.Ο.Φ. για ………»)
  • Πρακτικές που βοηθούν την ευεξία σας, όπως η γιόγκα, το θεραπευτικό μασάζ, ο βελονισμός, ο διαλογισμός κ.α. δεν απαγορεύονται, αλλά ούτε υποκαθιστούν την θεραπεία.
  • Οπλιστείτε με υπομονή. Σκεφθείτε πως «μπόρα είναι θα περάσει» Αν πάλι θέλετε στήριξη και συμβουλευτική απευθυνθείτε σε ειδικά εκπαιδευμένο προσωπικό ψυχικής υγείας.( Μην διστάσετε επικοινωνήστε με το πρόγραμμα ΑΡΙΑΔΝΗ. Ξέρουμε να βοηθάμε).
  • Ακολουθήστε το πρόγραμμα επανεξετάσεων και επισκέψεων που σας έχει ορίσει ο θεράπων γιατρός.
  • Την ημέρα της χορήγησης των φαρμάκων καθώς και λίγες μέρες μετά ( θα σας πει πόσες ο γιατρός), προσπαθήστε να παραμείνετε σε ηρεμία στο σπίτι σας και επιτρέψτε στον εαυτό σας, αν μπορείτε, κάποια ελαφριά άσκηση ( π.χ. περπάτημα)
  • Ενημερώστε τον γιατρό για οποιαδήποτε παρενέργεια είναι έντονη.
  • Προσπαθήστε να έχετε έναν καλό και κανονικής διάρκειας ύπνο.
  • Μη δέχεστε πολλές επισκέψεις, ιδίως χειμωνιάτικούς μήνες. Το ανοσοποιητικό σας είναι επηρεασμένο και πολύ εύκολα μπορείτε να αποκτήσετε κάποια ίωση ή μικροβιακή λοίμωξη.

Στη συζήτηση με τον γιατρό δεν υπάρχει λόγος να «ντρέπεστε» να ζητήσετε κάποιες εξηγήσεις για τη θεραπεία σας. Μπορείτε να ζητήσετε να κρατήσετε κάποιες σημειώσεις για να μην ξεχάσετε κάτι από αυτά που θα σας συμβουλεύσει. Αν είστε ταραγμένος/η, αφήστε κάποιον δικό σας άνθρωπο να παρευρίσκεται στη συζήτηση με τον γιατρό. 

Ένας ενδεικτικός  χρήσιμος κατάλογος των ερωτήσεων που μπορεί να κάνετε στον γιατρό είναι ο εξής:

  • Τι περιμένουμε από τη χημειοθεραπεία; Υπάρχουν άλλες θεραπείες ισάξιες με αυτήν; Αν ναι ποιες είναι και ποια τα υπέρ και τα κατά τους σε σύγκριση με τη χημειοθεραπεία;
  • Θα συνδυαστεί η χημειοθεραπεία και με άλλες θεραπείες; Με ποια σειρά;
  • Πότε μπορώ να ξεκινήσω τη θεραπεία; Μπορώ να περιμένω για λίγο και πόσο;
  • Τι είδους φάρμακα θα μου χορηγηθούν, πως θα γίνεται η χορήγηση της θεραπείας, κάθε πότε θα πρέπει να την επαναλαμβάνω και για πόσο καιρό θα διαρκέσει μέχρι να την ολοκληρώσω;
  • Μου συστήνεται να τοποθετήσω κεντρική φλεβική γραμμή; Αν ναι ποιος θα την τοποθετήσει;
  • Που θα κάνω τις χημειοθεραπείες μου και πόση ώρα θα διαρκεί η χορήγηση της; Θα πρέπει να νοσηλευτώ και πόσες ημέρες; Θα είμαι σε θέση να μετακινούμε μόνος/η ή θα πρέπει να με συνοδεύει κάποιος;
  • Ποιες παρενέργειες μπορεί να εμφανιστούν και τι πρέπει να κάνω για να τις μετριάσω; Πότε θα πρέπει να σας ενοχλήσω για την εξέλιξη κάποιας παρενέργειας;
  • Ποιες εξετάσεις και πότε θα πρέπει να τις κάνω; Κάθε πότε θέλετε να με βλέπετε στο ιατρείο σας;
  • Αν η χημειοθεραπεία δεν αποδώσει όσα ελπίζετε, υπάρχουν άλλα φάρμακα ή άλλοι τρόποι θεραπείας για την περίπτωση αυτή;
  • Μπορώ να παίρνω τα φάρμακα μου για τις άλλες παθήσεις, όπως πριν;
  • Πρέπει να προσέξω κάτι στη δίαιτα μου;
  • Κάνει να ασκούμε και πόσο πολύ;
  • Πόσο χρόνο να απέχω από την εργασία μου μετά από κάθε χημειοθεραπευτικό κύκλο;
  • Είμαι επικίνδυνος/η για τους ανθρώπους που ζω μαζί μετά από τη χορήγηση των φαρμάκων; Ιδιαίτερα για τα μικρά παιδιά της οικογένειας;
  • Η θεραπεία θα έχει επίδραση στη γονιμότητα μου; Αν ναι, που και σε ποιόν με συμβουλεύετε να απευθυνθώ;
  • Θα μου δημιουργηθούν προβλήματα σεξουαλικής φύσης; Μπορώ να κάνω κάτι αν τυχόν υπάρξουν προβλήματα;
  • Αν η χημειοθεραπεία πρέπει να γίνει μετά από χειρουργική επέμβαση πόσο είναι το χρονικό διάστημα μέσα στο οποίο πρέπει να την ξεκινήσω;
  • Πόσο θα μου κοστίσει ο κάθε κύκλος χημειοθεραπείας; Καλύπτει το κόστος η ασφάλεια μου;

  • Τα αναφερόμενα στην ιστοσελίδα αφορούν γενικές επισημάνσεις. Κάθε ασθενής αποτελεί μία ιδιαίτερη περίπτωση. Οι καταλληλότεροι για τη διαγνωστική και θεραπευτική διαδικασία που σας ταιριάζει είναι οι θεράποντες γιατροί, που φέρουν την ευθύνη για τις επιλογές τους
  • Η αναζήτηση δεύτερης γνώμης στις νεοπλασματικές παθήσεις είναι χρήσιμη. Προβλήματα μπορεί να δημιουργηθούν (σύγχυση κυρίως) αν οι ασθενείς απευθύνονται σε πολλούς γιατρούς ή ακούν γνώμες μη ειδικών.
  • Η ιατρική είναι μία εξαιρετικά σοβαρή υπόθεση. Οι γιατροί για να μπορούν να είναι σε θέση να εξασκούν το λειτούργημα τους έχουν τον μεγαλύτερο χρόνο εκπαίδευσης σε σύγκριση με άλλους επιστημονικούς κλάδους. Και η επιμόρφωση τους είναι αδιάκοπη και συστηματική για όσο χρονικό διάστημα ασκούν την ιατρική.
  • Σε θέματα καρκίνου μόνο οι εξειδικευμένοι γιατροί μπορούν να βοηθήσουν στη διάγνωση και στο σχεδιασμό της θεραπείας.
  • Όμως, σε τελική ανάλυση, αυτοί που παίρνουν τις αποφάσεις είστε εσείς. Οι γιατροί είναι οι επιστημονικοί σύμβουλοι σας και όχι τα «αφεντικά» του σώματος σας. Κάθε ιατρική πράξη πρέπει να έχει την έγγραφη συγκατάθεση σας.
  • Ευτυχώς στη χώρα μας υπάρχουν πολλοί καλοί και με ενσυναίσθηση γιατροί, εξειδικευμένοι στην αντιμετώπιση του καρκίνου.
  • Για απαντήσεις σε απορίες (όχι για κρίση σε συστάσεις των θεραπόντων ιατρών) απευθυνθείτε με email χρησιμοποιώντας την φόρμα επικοινωνίας.

ΣΤΟΧΕΥΜΕΝΗ ΘΕΡΑΠΕΙΑ

Με τον όρο στοχευμένη θεραπεία περιγράφεται η χορήγηση σκευασμάτων που εμποδίζουν την ανάπτυξη και την επέκταση των καρκινικών κυττάρων επιδρώντας σε ειδικά μόρια (μόρια στόχοι) που εμπλέκονται στη διαδικασία αναπαραγωγής, ανάπτυξης και μετάστασης του καρκίνου.

Η στοχευμένη θεραπεία αποτελεί το πρώτο βήμα αυτού που αποκαλείται ιατρική ακριβείας, επειδή σε αντίθεση με την κλασική χημειοθεραπεία δρα επιλεκτικά στα καρκινικά κύτταρα που έχουν κάποιες μοριακές – γενετικές ανωμαλίες (μεταλλάξεις, αντιμεταθέσεις, υπερεκφράσεις, κλπ) που τα κάνουν να ξεχωρίζουν από τα φυσιολογικά.

Οι στοχευμένες θεραπείες είναι κυρίως κυτταροστατικές και όχι κυτταροτοξικές όπως είναι τα περισσότερα σκευάσματα της κλασικής χημειοθεραπείας.

Τα τελευταία χρόνια η έρευνα έχει προσφέρει σειρά σκευασμάτων στοχευμένων θεραπειών και η πρόοδος σ΄ αυτόν τον τομέα είναι ταχύτατη. Αυτού του είδους η θεραπεία στοχεύει στην:

  • στην υπερβολική σε σχέση με τα φυσιολογικά κύτταρα παρουσία ορισμένων πρωτεϊνών που προάγουν την ανάπτυξη των καρκινικών κυττάρων,
  • στην ύπαρξη και παραγωγή μη φυσιολογικών πρωτεϊνών στα καρκινικά κύτταρα, από τις οποίες διευκολύνεται ο πολλαπλασιασμός τους και
  • στις ανωμαλίες γονιδίων που οδηγούν σε σύντηξη και παραγωγή ενός νέου μη φυσιολογικού γονιδίου, το οποίο στη συνέχεια εκφράζει (παράγει) μία ανάλογα αλλοιωμένη πρωτεΐνη προωθητική του πολλαπλασιασμού των καρκινικών κυττάρων.

Σύμφωνα με το National Cancer Institute των ΗΠΑ υπάρχουν οι εξής τύποι στοχευμένης θεραπείας:

Η ορμονοθεραπεία που σταματά την ανάπτυξη των ορμονοεξαρτώμενων καρκίνων ( π.χ. του μαστού ή του προστάτη)

Αναστολείς μεταγωγής σήματος, που αναστέλλουν τον πολλαπλασιασμό των καρκινικών κυττάρων με το να μπλοκάρουν τη μετάδοση σημάτων του εξωτερικού περιβάλλοντος σ΄αυτά, σημάτων που τα ωθούν να πολλαπλασιαστούν. Σε κακοήθη κύτταρα αυτή η μεταγωγή σημάτων επιτείνεται χωρίς να υπάρχει σχετικό εξωτερικό ερέθισμα.

Τροποποιητές γονιδιακής έκφρασης, που μετατρέπουν την λειτουργία των πρωτεϊνών που ελέγχουν την έκφραση των γονιδίων.

Επαγωγείς της απόπτωσης, που προάγουν τη διαδικασία κυτταρικού θανάτου στα καρκινικά κύτταρα.

Αναστολείς αγγειογένεσης, που δρουν μπλοκάροντας έναν χημικό παράγοντα που βοηθά στο σχηματισμό νέων αγγείων που είναι απαραίτητα για να διατηρηθούν ζωντανά τα καρκινικά κύτταρα του όγκου που το μέγεθος του αυξάνει.

Ανοσοθεραπείες, που στοχεύουν στη διέγερση του ανοσοποιητικού συστήματος, για να καταστεί πιο αποτελεσματικό στην εξόντωση των καρκινικών κυττάρων.

Μονοκλωνικά αντισώματα συνδεδεμένα με τοξικά μόρια, που όταν συνδεθούν με τα καρκινικά κύτταρα στόχους απελευθερώνουν το τοξικό φορτίο τους και προκαλούν τον κυτταρικό θάνατο

Στοχευμένες θεραπείες μπορούν μερικές φορές να θεωρηθούν και τα εμβόλια και η γονιδιακή θεραπεία, στο βαθμό που αναδεικνύουν καρκινικά κύτταρα ως θεραπευτικούς στόχους

Τα ως σήμερα σκευάσματα στοχευμένης θεραπείας δεν είναι εφαρμόσιμα ως αντικαρκινική αγωγή σε όλες τις μορφές καρκίνου, αλλά ούτε και σ’ όλα τα περιστατικά της ίδιας μορφής, καθώς δεν έχουν όλες τα ίδια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που μπορεί να αποτελούν τους στόχους των εξειδικευμένων αυτών θεραπειών. Με βάση της νέες μεθόδους μελέτης των νεοπλασιών έχουν αναδειχθεί με βάση τις ιδιαιτερότητες των κυττάρων τους διάφοροι υπότυποι. Παράδειγμα: στο 20-30% των καρκίνων του μαστού υπάρχει υπερβολική έκφραση των υποδοχέων του ανθρώπινου επιδερμικού αυξητικού παράγοντα (cerbB2 ή HER2), γεγονός που προκαλεί ανάπτυξη και πολλαπλασιασμό των κυττάρων. Η παρουσία αυτών των υποδοχέων σε αυτόν τον «υπο-τύπο» καρκίνου ( που χαρακτηρίζεται ως HER-2 θετικός) έχει ως αποτέλεσμα τα κύτταρα του να δέχονται πολλαπλής έντασης ερεθισμό για να αναπαραχθούν, κάτι το οποίο μπορεί να αναστείλει η ειδική anti-HER2 θεραπεία που στοχεύει (αναστέλει) αυτούς τους υποδοχείς με αξιοσημείωτα καλά αποτελέσματα.

Άλλο παράδειγμα είναι η ύπαρξη στα κύτταρα του μελανώματος, σε ποσοστό 50% περίπου, μίας μεταλλαγμένης πρωτεΐνης, της BRAF V600E, που ευνοεί τον άναρχο πολλαπλασιασμό των καρκινικών κυττάρων και η οποία με ειδικό στοχευμένο φάρμακο μπορεί να ανασταλεί. Η θεραπεία έχει συντελέσει στην θεαματική ύφεση του νεοπλασματικού φορτίου και την εντυπωσιακή αύξηση της ολικής επιβίωσης των ασθενών με μεταστατικό μελάνωμα.

Η στοχευμένη θεραπεία μπορεί να χορηγηθεί ως συνδυασμός στοχευμένων σκευασμάτων, ενώ συχνά χορηγείται μαζί με κάποιο ή κάποια κλασικά χημειοθεραπευτικά φάρμακα.

Η μεγάλη πρόοδος των γνώσεων της δομής και λειτουργίας του νεοπλασματικού κυττάρου δημιουργεί συνεχώς νέες συνθήκες και τρόπους ανάπτυξης νέων φαρμάκων κατά συγκεκριμένων μοριακών στόχων.

Ανάλογα με το σκεύασμα και του συνδυασμούς του η στοχευμένη θεραπεία μπορεί να χορηγηθεί ενδοφλεβίως ή από του στόματος.

Η ενδοφλέβια χορήγηση μπορεί να γίνει με ένεση ( όχι με μεγάλη ταχύτητα) ή με έγχυση με φλεβοκαθετήρα και ορό. Όπως και στη χημειοθεραπεία αυτή η έγχυση γίνεται συνήθως με βοήθεια αντλίας ή και μέσω κεντρικής φλέβας, με την τοποθέτηση κεντρικού φλεβικού καθετήρα.

Η λήψη από του στόματος γίνεται όπως και των άλλων φαρμάκων ( χαπιών, δισκίων)

Ο γιατρός είναι αυτό που θα προγραμματίσει τον τρόπο και την διάρκεια που θα χρειαστεί να σας χορηγηθεί η συγκεκριμένη θεραπεία που επέλεξε για σας.

Ενώ θα ήταν λογικά αναμενόμενο να θεωρηθεί ότι στο πλαίσιο της επιλεκτικής δράσης στα καρκινικά κύτταρα δεν θα υπήρχαν παρενέργειες στη λειτουργία των οργάνων του σώματος που υπάρχουν φυσιολογικά κύτταρα, αυτό δεν ισχύει. Και με τις στοχευμένες θεραπείες παρουσιάζονται παρενέργειες που άλλοτε είναι ήπιες ή μέτριες και άλλοτε πολύ πιο έντονες.

  • Διάρροια.
  • Ηπατίτιδα,
  • Δερματικά προβλήματα ( εξανθήματα, κνησμός, προβλήματα ονύχων κ.α)
  • Θρομβοεμβολικά φαινόμενα
  • Προβλήματα επούλωσης τραυμάτων
  • Αρτηριακή υπέρταση-καρδιολογική τοξικότητα
  • Αυτοάνοσες εκδηλώσεις
  • Αλλεργικές εκδηλώσεις

Ένα συχνό μειονέκτημα της στοχευμένης θεραπείας είναι ότι πολλές φορές εμφανίζεται αντίσταση, δηλαδή τα καρκινικά κύτταρα παύουν να επιδρούν θεραπευτικά και η νόσος μπορεί να υποτροπιάσει. Το γεγονός αυτό οδηγεί τους θεράποντες ιατρούς να αλλάξουν τη θεραπευτική αγωγή.

Τέλος, να σημειωθεί πως αυτού του είδους τα φάρμακα έχουν ιδιαίτερα υψηλό κόστος.

Είναι πάρα πολλοί οι καρκίνοι στους οποίου μπορούν να  χορηγηθούν σκευάσματα στοχευμένης θεραπείας, εφόσον βεβαίως υπάρχουν σε αυτούς τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που τους καθιστούν στόχους.

Στοχευμένη θεραπεία μπορεί να χορηγηθεί σε καρκίνους :

  • Ουροδόχου κύστεως
  • Εγκεφάλου
  • Μαστού
  • Τραχήλου μήτρας
  • Παχέος εντέρου
  • Θυρεοειδούς
  • Λευχαιμία
  • Λέμφωμα
  • Πολλαπλούν μυέλωμα
  • Πνεύμονα
  • Ενδομήτριου
  • …και σε πολλούς άλλους

Οι θεράποντες ιατροί γνωρίζουν να αναζητούν τις περιπτώσεις καρκίνων στους οποίους έχει ένδειξη η στοχευμένη θεραπεία, καθώς και αν αυτή πρέπει να συνδυαστεί ή όχι με άλλα σκευάσματα. Επίσης γνωρίζουν να παρακολουθούν την αποτελεσματικότητα και την ανάγκη αλλαγής της θεραπείας, όπως επίσης και να προσέχουν για την εμφάνιση παρενεργειών και να προβαίνουν στην κατάλληλη θεραπευτική αντιμετώπιση τους. Συζητείστε με τον γιατρό σας όλες τις πλευρές της θεραπείας, όπως έγινε αναφορά στο κεφάλαιο για τις χημειοθεραπείες.

ΟΡΜΟΝΟΘΕΡΑΠΕΙΑ

Είχε από πολύ παλαιότερα γίνει αντιληπτό ότι ορισμένοι καρκίνοι εξαρτώνται από τη δράση ορμονών για να αναπτυχθούν και να αναπαραχθούν, όπως είναι ο καρκίνος του μαστού, του προστάτη, του ενδομητρίου ( της μήτρας) και των ωοθηκών.

Η ορμονοθεραπεία είτε εμποδίζει την παραγωγή της ορμόνης από τον οργανισμό, είτε την δράση της στα ορμονοεξαρτώμενα καρκινικά κύτταρα.

Με την ορμονοθεραπεία μπορεί να εμποδιστεί η ανάπτυξη του όγκου ή να μειωθεί ο κίνδυνος επανεμφάνισης του. Σε ορισμένες περιπτώσεις, όταν δεν είναι δυνατή η εφαρμογή άλλων θεραπειών, μπορεί να φανεί χρήσιμη ελαττώνοντας τα συμπτώματα από τον καρκίνο.

Η ορμονοθεραπεία μπορεί να δοθεί ως νεοεπικουρική ( πριν την χειρουργική επέμβαση ή την ακτινοθεραπεία για να μειωθεί το μέγεθος του όγκου), είτε ως επικουρική (μετά από την προηγηθείσα κύρια θεραπεία), είτε τέλος όταν εμφανιστεί υποτροπή, τοπική ή απομακρυσμένη, του καρκίνου.

Η ορμονοθεραπεία χορηγείται είτε από του στόματος, ως χάπι, είτε ως ένεση ενδομυϊκή ή στο υποδόριο λίπος ( κάτω από το δέρμα). Η ενέσιμη χορήγηση γίνεται στα ιατρεία.

Το πως θα χορηγηθεί η ορμονοθεραπεία, τι είδους θα είναι το σκεύασμα και για πόσο καιρό, εξαρτάται από το είδος του καρκίνου, την ηλικία των ασθενών και την κατάσταση τους.

Οι πιο συχνές παρενέργειες της ορμονοθεραπείας είναι:

  • εξάψεις
  • απώλεια ενδιαφέροντος ή ικανότητας για σεξ
  • επιδράσεις στην έμμηνο ρύση ( σε γυναίκες)
  • κολπική ξηρότητα (σε γυναίκες)
  • οστεοπόρωση
  • διάρροια
  • ναυτία
  • γυναικομαστία ( στους άνδρες)
  • κόπωση

ΑΝΟΣΟΘΕΡΑΠΕΙΑ

Η άμυνα του οργανισμού στηρίζεται στην ικανότητα του ανοσοποιητικού συστήματος να αναγνωρίζει και να καταστρέφει οποιοδήποτε ξένο παράγοντα εισέλθει στο σώμα ( π.χ. μικρόβια, μεταμοσχευμένο όργανο).

Τα καρκινικά κύτταρα, παρόλο που αποτελούν μία παρέκκλιση από το φυσιολογικό, ένα είδος ξένου σώματος, δεν μπορούσαν εύκολα να καταπολεμηθούν από τα ειδικά κύτταρα του ανοσοποιητικού. Ξέφευγαν, όπως λέγεται της ανοσοποιητικής επαγρύπνησης.

Τα τελευταία χρόνια έχει σημειωθεί μεγάλη πρόοδος στον τομέα της ανοσοθεραπείας, δηλ. της δημιουργίας μεθόδων που επιτρέπουν την καταστροφή των καρκινικών κυττάρων από το ανοσοποιητικό σύστημα του οργανισμού.

Μπορεί να έχουν εγκριθεί πολλά σκευάσματα και να υπάρχουν μέθοδοι να επιτευχθεί ο στόχος της ανοσοθεραπείας, αλλά αυτή μέχρι στιγμής δεν είναι σε θέση να επιλύσει το θέμα της αντιμετώπισης του καρκίνου.

Όπως και για τις άλλες μορφές θεραπείας, έτσι και στην ανοσοθεραπεία, σημαντικό ρόλο για την επιβίωση των καρκινικών κυττάρων παίζει η γενετική αστάθεια τους, γεγονός που τα οδηγεί στο να καταστούν κάποια στιγμή ανθεκτικά στις θεραπείες που εφαρμόζονται. Ένα άλλο πρόβλημα είναι η εμφάνιση παρενεργειών που περιορίζουν τη συνέχιση μίας θεραπείας.

Η ανοσοθεραπεία μπορεί να δοθεί ως μονοθεραπεία ή σε συνδυασμό με άλλες θεραπείες.

Η χορήγηση ανοσοθεραπείας εξαρτάται από τον τύπο της κακοήθους νεοπλασίας, το στάδιο της και από τι προηγούμενες θεραπείες είχαν χορηγηθεί. 

Οι μορφές της ανοσοθεραπείας είναι:

  • Τα μονοκλωνικά αντισώματα
  • Οι αναστολείς των σημείων ελέγχου
  • Οι κυτοκίνες και
  • Η θεραπεία με CAR-T κύτταρα
  • Τα εμβόλια

Τα μονοκλωνικά αντισώματα μιμούνται τα φυσιολογικά, φτιάχνονται όμως στο εργαστήριο και είναι ενός μόνο τύπου (κλώνου). Στοχεύουν συγκεκριμένες πρωτεΐνες στην επιφάνεια των κυττάρων ( γιατί δεν μπορούν να εισέλθουν σ΄ αυτά), ενεργοποιώντας το ανοσοποιητικό ή βοηθώντας το να επιτεθεί στα καρκινικά κύτταρα.

Μονοκλωνικά αντισώματα χρησιμοποιούνται για την αντιμετώπιση της χρόνιας λεμφοκυτταρικής λευχαιμίας και σε κάποιες μορφές μη Hodgkin λεμφώματος, σε προχωρημένες μορφές καρκίνων του παχέος εντέρου και κεφαλής και τραχήλου και στον καρκίνο του μαστού ( ως στοχευμένη θεραπεία) και του στομάχου.

Είναι μονοκλωνικά αντισώματα που μπλοκάρουν τις πρωτεΐνες που εμποδίζουν τα κύτταρα του ανοσοποιητικού να επιτεθούν στα καρκινικά κύτταρα. Τέτοιες πρωτεΐνες είναι CTLA-4 (cytotoxic T lymphocyte associated protein 4), η PD-1 (programmed cell death protein 1) και η PD-L1 (programmed cell death ligand 1). Οι δύο πρώτες βρίσκονται στα Τ-λεμφοκύτταρα και η τρίτη στα καρκινικά κύτταρα.

Ο μηχανισμός δράσης του μπλοκαρίσματος π.χ. της PD-1 φαίνεται στο παρακάτω σχήμα (από το NCI)

Εφαρμογή αυτών των θεραπειών έχει θέση σε ορισμένες μορφές καρκίνων, όπως: μικροκυτταρικός καρκίνος πνεύμονα, μελάνωμα, λέμφωμα Hodgkin, νεφρών, ουροδόχου κύστεως.

Παρενέργειες είναι η ανορεξία, το αίσθημα κόπωσης και αδυναμίας, δερματικό εξάνθημα και κνησμός, διάρροια, πνευμονική φλεγμονή

Οι κυτοκίνες είναι πρωτεΐνες που ενισχύουν το ανοσοποιητικό σύστημα. Η ιντερφερόνη και η ιντερλευκίνη, φυσιολογικά συστατικά του οργανισμού που βοηθούν τα κύτταρα του ανοσοποιητικού να εκτελέσουν το έργο τους, ανώ παράλληλα επιδρούν στα καρκινικά που παράγουν ουσίες που έλκουν τα κύτταρα του ανοσοποιητικού προς αυτά.

Ενδείξεις εφαρμογής έχουν βρει στον καρκίνο του νεφρού, σε μερικές μορφές λευχαιμίας και στο δερματικό λέμφωμα

Παρενέργειες που παρουσιάζουν είναι η ανορεξία, πτώση του αριθμού των κυττάρων του αίματος ( με συνεπακόλουθα προβλήματα λοιμώξεων, αιμορραγιών, δύσπνοια), η κόπωση, το δερματικό εξάνθημα διάρροια κ.α.

Μία τεχνική που συλλέγει αίμα, απομονώνει τα Τ λεμφοκύτταρα, τα τροποποιεί ώστε να επιτεθούν στα καρκινικά κύτταρα, τα πολλαπλασιάζει σε αριθμό και τα επανεισάγει στον οργανισμό. Είναι μια πολύ εξειδικευμένη τεχνική και χρησιμοποιείται για την καταπολέμηση λευχαιμιών και κάποιων μορφών λεμφώματος, σε παιδιά, νέους ενήλικες και ενήλικες.

Η θεραπεία γίνεται στο πλαίσιο καλά ελεγχόμενων κλινικών μελετών. Υπάρχουν παρενέργειες από το Κ.Ν.Σ αλλεργικές αντιδράσεις, πυρετός, αυξημένος κίνδυνος λοιμώξεων κ.α.

Υπάρχουν εμβόλια που χορηγούνται για προφύλαξη από τον καρκίνο, όπως είναι το εμβόλιο για τους ιούς HPV ή για την ηπατίτιδα Β.

Εμβόλια για θεραπεία λειτουργούν με άλλο τρόπο. Προσπαθούν να προωθήσουν την αποστολή του ανοσοποιητικού να καταστρέψει υπάρχοντα καρκινικά κύτταρα.

Υπάρχουν διάφοροι τύποι εμβολίων, όπως τα βασισμένα σε πρωτεΐνες, σε DNA ή RNA, κυτταρικού υλικού κ.α.

Η αποτελεσματικότητα και οι παρενέργειές τους βρίσκονται σε ερευνητικό στάδιο.